.
Γανωτῆς Κωνσταντῖνος
Ὁ Εὐριπίδης ἔγραψε τὶς περισσότερες τραγωδίες του κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου. Σ’ αὐτὸν τὸν ἐμφύλιο πόλεμο οἱ Ἀθηναῖοι συμπεριφέρθηκαν πολὺ σκληρὰ στοὺς ἄλλους Ἕλληνες καὶ πολεμοῦσαν μόνο γιὰ τὸ συμφέρον τῆς πόλης τους, ὅπως τὸ ἔλεγαν καὶ οἱ ἴδιοι.
Ὁ Εὐριπίδης ὅμως ὀνειρεύεται μία Ἀθήνα φιλάνθρωπη καὶ ἔνδοξη γιὰ καλὰ ἔργα. Αὐτὸ δείχνει μὲ τὸ δράμα του «Ἱκέτιδες». Ἡ ἱστορία τοῦ δράματος αὐτοῦ ξεκινάει ἀπὸ ἕνα πόλεμο ποὺ ἔκαναν οἱ Ἀργεῖοι μὲ ἑφτὰ στρατηγούς, ποὺ πολιόρκησαν τὴ Θήβα. Στὸν πόλεμο αὐτὸ νικήθηκαν οἱ Ἀργεῖοι καὶ σκοτώθηκαν καὶ οἱ ἑφτὰ στρατηγοί τους. Ἕνας ἀπ’ αὐτούς, ὁ Καπανέας, χτυπήθηκε ἀπὸ κεραυνὸ τοῦ Δία καὶ σκοτώθηκε.
Ὁ βασιλιὰς τῶν Ἀργείων Ἄδραστος ζητάει τὰ πτώματα τῶν νεκρῶν Ἀργείων, γιὰ νὰ τὰ θάψει. Ἦταν πολὺ μεγάλη ἁμαρτία νὰ μείνουν ἄταφοι οἱ νεκροί. Οἱ Θηβαῖοι ἀρνοῦνται νὰ δώσουν τοὺς νέους. Ὁ Ἄδραστος ἔστειλε ἱκέτιδες τὶς μητέρες τῶν ἑπτὰ στρατηγῶν στὸ κράτος τῶν Ἀθηνῶν καὶ τὶς συνοδεύει καὶ ὁ ἴδιος. Ἐλπίζουν στὴ μεσολάβηση τοῦ βασιλιᾶ τῆς Ἀθήνας, τοῦ Θησέα.
Φτάνοντας οἱ ἱκέτιδες στὴν Ἐλευσίνα συναντοῦν τὴν Αἴθρα, μητέρα τοῦ Θησέα, στὸ ἱερό τῆς Δήμητρας. Ἡ Αἴθρα μαθαίνει τὸ σκοπὸ τοῦ ἐρχομοῦ τῶν μαννάδων καὶ συγκινεῖται. Στέλνει καὶ προσκαλεῖ ἐκεῖ τὸ γιό της, τὸν Θησέα, καὶ προσπαθεῖ νὰ τὸν πείσει νὰ βοηθήσει τοὺς νικημένους Ἀργείους, ὥστε νὰ πάρουν τὰ σώματα τῶν νεκρῶν τους. Ὁ Θησέας διστάζει, γιατί προκαλεῖ μ’ αὐτὸ τὸν κίνδυνο τῆς Ἀθήνας, ἡ μητέρα του ὅμως δηλώνει ὅτι τὸ θέμα τὸ θεωρεῖ δικό της. Γίνεται ἕνας ρήτορας ἡ Αἴθρα καὶ θυμίζει στὸ Θησέα ὅτι ἡ Ἀθήνα ἔχει παράδοση εὐγενικῶν ἀγώνων καὶ ὅτι ἡ πόλη αὐτὴ μὲ τοὺς ἀγῶνες μεγαλώνει καὶ δοξάζεται. Οἱ ἀδικούμενοι ἔχουν ἀσφαλῶς καὶ τὴν βοήθεια τῶν θεῶν.