ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ (Σεπ.1825)
Posted by ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΕΝΕΕΥΣ στο 26 Σεπτεμβρίου, 2012

Περιγραφή τῶν προσπαθειῶν τοῦ στρατηγοῦ Γ.ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ,γιά νά ἀποκόψῃ τόν ἐφοδιασμό τοῦ Κιουταχῆ καί νά ἀνακουφίσῃ τούς Ἐλεύθερους Πολιορκημένους.
Ἀπόσπασμα ἀπό τόν ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ,τοῦ Δ.Φωτιάδη. (Ἐκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1959)
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...
Σχετικά
This entry was posted on 26 Σεπτεμβρίου, 2012 στις 6:21 πμ and is filed under ΙΣΤΟΡΙΚΟ.
Με ετικέτα: 1821-30, ΕΛΛΑΣ, ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ, ΚΙΟΥΤΑΧΗΣ, ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ. You can follow any responses to this entry through the RSS 2.0 feed.
You can leave a response, ή trackback from your own site.
juliet said
Ανδρέα ,καλημέρα ……τα λόγια πολλές φορές είναι περιττά ….
Καλημέρα σ’όλη τη παρέα
Απο τον ύμνον προς την Ελευθερίαν
Στο ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ
(Στροφαί 88-90, 91-96.)
Πήγες εις το Μεσολόγγι
την ημέρα του Χριστού
μέρα που άνθιζαν οι λόγγοι,
για το τέκνο του Θεού.
Σου ήλθε εμπρός λαμποκοπώντας
η θρησκεία μ’ένα Σταυρό
και το δάκτυλο κινώντας
όπου ανοίει τον ουρανό ,
»Σ’ αυτό ,εφώναξε , το χώμα
στάσου ολόρθη , Ελευθεριά »
και φιλώντας σου το στόμα
μπαίνει μες στην Εκκλησιά.
Είς την Τράπεζαν σιμώνει
και το σύγνεφο το αχνό
γύρω γύρω της πυκνώνει ,
που σπορπάει το θυμιατό .
Αγρικάει την Ψαλμωδία
οπού εδίδαξεν αυτή
βλέπει την φωταγωγία
στους αγίους εμπρός χυτή.
Ποοιοί είν’αυτοί που πλησιάζουν
με πολλή ποδοβολή,
κι άρματ’ άρματα ταράζουν;
Επετάχθηκες Εσύ.
Α! Το φως που σε στολίζει
Σαν ηλίου φεγγοβολή
και μακρόθεν σπινθηρίζει,
δεν είναι ,όχι , από τη γή.
Λάμψιν έχει όλη φλογώδη,
χείλος ,μέτωπο ,οφθαλμός
φως το χέρι ,φως το πόδι
κι όλα γύρω σου είναι φως.
Το σπαθί σου αντισηκώνεις ,
τρία πατήματα πατάς ,
σαν τον πύργο μεγαλώνεις
και εις το τέταρτο κτυπάς.
Σολωμός
Μέλια said
Καλή σου μέρα juliet
Το Μεσολόγγι
Να ῾μουν πουλί να πέταγα, να πήγαινα τ᾿ αψήλου
ν᾿ αγνάντευα τη Ρούμελη το έρμο Μεσολόγγι
πώς πολεμάει με την Τουρκιά με τέσσερις πασάδες.
Πέφτουν κανόνια στη στεριά και μπόμπες του πελάγου,
πέφτουν τα λιανοντούφεκα σαν άμμος σαν χαλάζι.
Και ο Μακρής τους φώναξε και ο Μακρής τους λέει:
-Παιδιά βαστάτε τ᾿ άρματα και τα βαριά ντουφέκια
και το μιντάτι έρχεται στεριά και του πελάγου.
Μήτε μιντάτι έφτασε, μήτε βοήθεια φτάνει
και οι κλεισμένοι ξόρμησαν με τα σπαθιά στα χέρια
κι οι Τούρκοι τους εσταύρωσαν και τους διαμοιράζουν.
Πήραν κεφάλια αμέτρητα και ζωντανούς αμέτρους
και λίγοι ξεγλιστρήσανε πλέοντας μες στο αίμα.
juliet said
Καλημέρα…….ζεστή μέρα η σημερινή .
Μέλια said
Ζεστή απ’ όλες τις πλευρές…..απεργίες…κλπ
antart22 said
Καίει… Ζεματάει… 😉
Γειά σας κορίτσια!
juliet said
Και έχει ο θεός μέχρι το βράδυ…..
😉
juliet said
Σουλιώτης said
Φιλε Ανδρεα Τενεευς,οταν μιλας για Μεσολογγι, μέμνησω των Σαμαριναίων !
συνηθως αυτους τους ξεχναμε
Κατά την πολιορκία του Μεσολογγίου οι Σαμαριναίοι συμμετείχαν με σώμα 120 μαχητών υπό τον Μίχο Φλώρο. Κατά την έξοδο του Μεσολογγίου η Μακεδονική Φρουρά ήταν η εμπροσθοφυλακή των πολιορκημένων με αποτέλεσμα να έχουν τα περισσότερα θύματα από τα πυρά των Οθωμανών. Οι επιζήσαντες Σαμαριναίοι της εξόδου ήταν 33 και προς τιμή τους τραγουδιέται ακόμη το γνωστό δημοτικό τραγούδι «Παιδιά της Σαμαρίνας».
Ο καπετάνιος Μίχος Φλώρος βαριά τραυματισμένος έδωσε στα παλικάρια που σώθηκαν την τελευταία του διαταγή, τα λόγια του τραγουδιού «παιδιά της Σαμαρίνας»:
«Κι εσείς παιδιά μωρέ κλεφτόπουλα.
Παιδιά της Σαμαρίνας, μωρέ παιδιά καημένα.
Αν πάτε, πά – μωρ’ πάνω στα βουνά,
ψηλά στη Σαμαρίνα μωρέ παιδιά καημένα.
Τουφέκια να μωρέ να μη ρίξετε.
Τραγούδια να μην πείτε μωρέ παιδιά καημένα.
Κι αν σας ρωτήσει μωρέ η μάνα μου,
η δόλια η αδερφή μωρέ παιδιά καημένα.
Μην πείτε, πεί – μωρέ πως εχάθηκα.
Πως είμαι σκοτωμένος μωρέ παιδιά καημένα
Μα πείτε πως παντρεύτηκα πήρα καλή γυναίκα…».
ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΕΝΕΕΥΣ said
Ὅταν (καί ἐάν) ἀναρτήσω κάποιο ἀφιέρωμα γιά τήν Ἔξοδο,θά τούς μνημονεύσω.Τό σημερινό εἶναι μιά παραπομπή στόν Δ.Φωτιάδη.
Σ’ εὐχαριστῶ γιά τίς πολύτιμες πληροφορίες.
Σουλιώτης said
Το ξερω 🙂 και ηταν πολιτιμη η παραπομπη
Ολα τα λεφτα παντως στο βιντεο,παραπανω η «φατσα» απο το κλεφτοπουλο στο 3 04..
ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΕΝΕΕΥΣ said
Κάτι τέτοιες φᾶτσες…
Μισόγυμνοι,ξυπόλητοι,πεινασμένοι,διψασμένοι…εἴτε μέσα στό λιοπῦρι,εἴτε στόν χιονιᾶ…νά πολεμᾶνε…γιατί;
Γιά νά βγαίνουν σήμερα κάτι θρασίμια στό γυαλί καί νά τούς κοροϊδεύουν.
ΦΩΤΙΑ ΚΑΙ ΤΣΕΚΟΥΡΙ.
Μέλια said
Δόξα στο Μεσολόγγι
(απόσπασμα)
Γη, τους ξάστερους πάντοτε ουρανούς μου
Κάθε λογής κόσμοι αστρικοί πλουμίζουν,
Άστρα που σβύνουν και πού πέφτουν, άστρα
Που τρεμοφέγγουν,
Πλανήτες, φωτοσύγνεφα, κομήτες,
Φώτα χλωμά και φώτα θάμπωμα, ήλιοι,
Πές τα μαργαριτάρια και χρυσάφια,
Πες τα διαμάντια.
Μα εσύ, ρουμπίνι απ΄ τους αχνούς δεμένο
Μαρτυρικών και ηρωικών αιμάτων.
Στον ουρανό της πλάσης, καθώς είναι του πόλου το άστρο,
Του πόλου το άστρο εσύ στους ουρανούς μου
Της Δόξας, δόξα, ώ Γή! Το Μισολόγγι:
Κι΄ οι με ονόματα μύρια γνωρισμένοι
Κόσμο μου που είναι
Κι΄ οι από σπαθιού καταχτητές, και οι δάφνες
Των πολεμάρχων οι αιματοβαμμένες,
Κι΄ οι Αλέξαντροι
Κι΄ οι Εφτάλοφες και οι Νίκες
Και οι Σαλαμίνες,
Και με τις ιστορίες οι πολιτείες
Και στόματα χρυσά και οι Κυβερνήτες
Κι΄ οι Ηράκλειτοι του Λόγου και της Τέχνης
παντού κι΄ οι Αισχύλοι,
Ανήμποροι όπως κι΄ αν σταθούν μπροστά σου,
Και σε μιάς τρίχας ήσκιο να θολώσουν
Την ξεκομμένη απ΄ του Κυρίου την όψη
Φεγγοβολιά σου.
Μισολόγγγι. Χαρά της ιστορίας,
Γη επαγγελμένη. Πάνε εκατό χρόνια,
Κι΄ ας πάνε. Η θύμηση άχρονη μπροστά σου
Θα γονατίζει.
——————————————-
(1926, απαγγέλθηκε από τον ίδιο τον Ποιητή,
στην 100η επέτειο της Εξόδου στο Μεσολόγγι)
Σουλιώτης said
Οταν ο Ρηγας Φεραιος, ελεγε » ως ποτε παλικαρια θα ζουμε στα βουνα? » …σ αυτους απευθυνονταν…Αυτους που βριζουν οι προσκυνημενοι απο ζηλεια, επειδη οι δικοι τους οι προγονοι και οι ιδιοι, ηταν και ειναι γεννημενοι σκλαβοι. Και ζηλευουν οσους δεν εχουν το «κουσουρι» του σκλαβου, για να θυμηθουμαι μια εκφραση του ρχιεπισκοοπου Χριστοδουλου,
και θελουν να το αποκτησουν και εκεινοι.
Αλλιως, σαν την αλεπου με την κομμενη ουρα, που ηθελε ολες οι αλλες να κανουν το ιδιο…
Μπλιαχ αηδια σιχασια εμετιλα
Σουλιώτης said
Ειναι δυνατον να θυμασαι οτν ταστιοπουλο και τον βαλλιανατο και να μην σου ρχεται να κανεις εμετο?
θυμαμαι τον βαλιανατο σε ενα παρομοιο θεμα που ελεγε με τη γνωστη χαιρεκακια, «γινανε μαλια κουβαρια αδερφες και παλικαρια» γι αυτο ειπα για την αλεπου με την κομμενη ουρα.
Αλλα βασικα δεν αξιζει να ασχολεισαι, ας μεινουμε στους ηρωες μας, και σε οσους αγωνιζονται και σημερα με τον τροπο του ο καθενας, ακομα και σε οσους αγωνιζονται εστω κατα του κακου ευατου τους, για να γινουν καλυτεροι ανθρωποι!
Ζει Κυριος ο Θεος
ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΕΝΕΕΥΣ said
Ἰδοῦ,οἱ γελοῖοι…….
Σουλιώτης said
Ανδρεα, ελεος
ΒΡΑΧΟΣ said
No mercy…
γιώργος ηράκλειο said
Σουλιωτη,,δεν κατέχεις ηντα σύντεκνο έχω!!!
εδάς θα τόνε μάθεις τον σύντεκνο Ανδρέα.
χεχε
Μέλια said
Ανδρέα ήμαρτον τι σου κάναμε;;;
Σουλιώτης said
Α ωστε κρητικος ειναι ε?
Οι κρητικοι που ξεωρ ειναι παλικαρια, μονο με τοτυς ηρωες του παρελθοντος θα τους παρομοιαζα. Και ο παπάς που εχω για πνευματικο στη θεσνικη, απο την Κρητη ειναι.. 🙂
Σουλιώτης said
απο ενα χωριο του Ηρακλειου…(Ανδρουλακης)
γιώργος ηράκλειο said
οχι βρε Σουλιωτη,,,δεν ειναι Κρητικος,,συντεκνος μου ειναι
Σουλιώτης said
α νομιζα οτι συντεκνος ηταν και ο (συν)πατριωτης
Σουλιώτης said
Δηλαδη,τωρα που το σκεφτομαι, ο Μιχος Φλωρος, πριν πεθανει, η τελευται διαταγη που εδωσε στους αντρες του ηταν, να μην μαθει η μανα του οτι πεθανε.Να πουν ψεματα στην μανα του οτι παντρευτηκε και εμεινε στο Μεσολογγι και γι αυτο δεν επεστρεψε και οχι επειδη πεθανε…
κατι που φυσικα δεν εγινε ποτε ,αφου η ειδηση του θανατου του επεσε σαν κεραυνος στη Σαμαρινα…
Ποιος ξερει πως θα τον ειχε αποχαιρετησει πριν φυγει…
Τελικα ολα αυτες οι μαναδες τα τραβανε…
ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΕΝΕΕΥΣ said
Μπᾶς καί λιγοστέψη ὁ πόνος της…
Σουλιώτης said
Ναι ομως, μια φορα οι αμαν ειχαν κανει ενα πετυχημενο βιντεο για την ελληνικη μαγκια
Συγκρινει την ελληνικη με την τουρκικη μαγκια,, αν και κανονικα συγκρινει την ελληνικη με ολες τις αλλες.
Σουλιώτης said
Θυμαμαι οταν μας ειχαν παρει για επιστρατευση για μετεκπαιδευση στο Εβρο(το 2005) και μαλιστα στην ιδια μοναδα που υπηρετησαμε.Επειδη δεν ειχε περασει πολυ καιρος που απολυθηκαμε και μας ξαναπηραν,ειμασταν ολοι περιπου 25 χρονων
και μου εχει μεινει χαρακτηριστικα ο παρακατω διαλογος
Ερχεται ο ιδος ο υποδιοικητης μοναδας μεσα στο θαλαμο
-Υποδιοικητης
Εεεε παιδια ,τωρα εκει που θα παμε να παρετε μαζι σα και τις καραβανες
– παιδια
Αααασε μας ρε μεγαλεεεε,σιγα μην παρουμε και κατσαρολα να μαγειρεψουμε
– υποδιοικητης
Ελα ρε τωρα να πουμε,σας παρακαλωωω (και με τα χερια μπροστα ενωμενα…)
Για να κανουμε και λιγο πλακα, αλλα ολοι ηταν καλα παιδια.
Και στο τελος οταν φυγαμε αποχαιρετηστηκαμε εγκαρδιως και με τον υποδιοικητη
Που πηγε ρε αυτη η μαγκια?
Τωρα μας τρομαζουν λιγο τα μμε και αμεσως υπακουουμε.Αλλα θα γινουν ολα στη σωστη χρονικη στιγμη.
Γιάννα said
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗΣ
Η ΕΞΟΔΟ
Το Μεσολόγγι τώρα ετοιμάζεται να βγει με το σπαθί. Τοιμάζεται κι η χήρα Μάνθα, η Μεσολογγίτισσα να βγει κι αυτή. Ο Τούρκος α’ νικήθηκε χίλιες φορές, της πείνας το θεριό είν’ ανίκητο. Έτσι ο λαός μαζί με τη Φρουρά πήρανε την απόφαση. Κι απόψε…
Νύχτα, σκοτάδι. Η χήρα στα τυφλά ψηλαφώντας ηύρε το δέμα με τα ρούχα τ’ άχαρα του μακαρίτη τ’ ανδρός της. Η μπόμπα η τούρκικη τον έκοψε στα δυο, μόλις άρχιζε η πολιορκία. Κι αυτό μονάχα; Το βόλι, το σπαθί, της αρρώστιας η οργή, της πείνας η κατάρα θέρισαν κάθε δικό της, γύρω της.
Έρημη η χήρα, έρημη με την Ανθή την κόρη της, εφτά χρονών μικρούλα κι άρρωστη, στα βάσανα μπασμένη, από την πείνα αγνώριστη, φάντασμα ζωντανό κι ήμερο και ιλαρό, σαν άλλου κόσμου πλάσμα.
Η χήρα ντυμένη βρίσκεται με τη στολή, τη λεβέντικη και τη ματόβαφη τ’ αντρός της. Τη φύλαγε σαν άγιο λείψανο τόσον καιρό. Και τώρα πόσα γέλια θ’ άκουγε, μέρα έτσι να την έβλεπε κανείς! Τόσο είν’ άχαρη και τόσο κωμική. Κι έχει στη μέση της ζωσμένο το σπαθί. Και πρέπει να ’ναι τόσο τρομερή κι ή όψη κι η ματιά της, που θα ’διωχνε ακόμη και του χωρατού τον ίσκιο από μπροστά της. Κι είναι τόσες άλλες, χήρες είτε ανύπαντρες, νιες και γριές, αντροντυμένες, έτοιμες να βγουν απόψε…
Την κόρη της σηκώνει από το στρώμα. Το χάδι της καρδιάς τραχύ της βγαίνει από το λαιμό. Μοιάζει σαν προσταγή και σα φοβέρισμα. Τη σέρνει από το χέρι, της κρυφομιλεί, μα στην αγκαλιά να τη σηκώσει δεν μπορεί. Τέτοια δύναμη κι η μάνα δεν την έχει!
Τραβούν αργά το δρόμο κατά τα προχώματα μαζί με τ’ άλλο ρέμα του κόσμου, που τραβά. Ζυγώνει η ώρα! Κανένας δε φωνάζει, κι όμως μια σύσμιχτη βοή ακολουθεί τον ίδιο δρόμο. Η χήρα σκύβει για στερνή φορά, κι άγρια και βραχνερά την άμοιρη μικρούλα θέλει να ορμηνέψει
– Ανθή μου, Ανθή, Ανθίτσα μου, εδώ που θα κινήσουμε, σφιχτά να μου κρατείς τη φουστανέλα. Τίποτ’ άλλο να μη βλέπεις και να μην ακούς! Τη φουστανέλα να μη χάσεις από τα χέρια σου! Ανθή μου, Ανθίτσα μου… Εδώ που πάμε, για να σε γλιτώσω, πρέπει να χτυπώ με το σπαθί, μ’ ό,τι μπορώ. Δε θα ’χω όλο το νου μου απάνω σου. Βαστάξου εσύ με τα χεράκια σου, με την καρδιά σου! Πιάσου…
Και κινήσανε. Μες στη θεοποντή που ανοίγαν και περνούσαν, χωρίς να γύρει πίσω, κάποτε ρωτούσε η χήρα:
– Πού είσαι, Ανθή;
– Εδώ είμαι, μάνα.
Μα κάποτε, και κει που πλάκωσε το κύμα το τρανό, και σάρωσε και σαρώθηκε, η χήρα ξέχασε την Ανθή, για μόνη μια στιγμή• ξέχασε και να τη ρωτήσει Κι άμα βρέθηκε σε μια βρουλιά κρυμμένη και πήρε αναπνοή, τότε είδε πως έλειπε η Ανθή της.
Δεν άργησε ύστερα στη μάχη απάνω να βρεθεί. Τότε γύρισε στον εαυτό της. Τότε ξύπνησε της θυγατέρας ο καημός μες στην καρδιά της.
– Ανθή! φώναξε και πάλι φώναξε.
– Ανθή! Ανθίτσα!
Του κάκου! Η Ανθίτσα πάει πια! Πάει και το Μεσολόγγι!
Καλησπέρα σε όλους