του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου -συγγραφέα
ΛΕΞΙΚΟΓΡΑΦΙΚΑ: Ειρωνεία, σύμφωνα με τα λεξικά, σημαίνει περιφρονητικός ή υποτιμητικός αστεϊσμός, εμπαιγμός, χλευασμός ή σαρκασμός σε βάρος άλλου τον οποίο εκφράζει κάποιος με τη διατύπωση μιας γνώμης ή με την έκφραση ενός συναισθήματος διαφορετικών από αυτό που νομίζει ή αισθάνεται.
Ακόμη, μπορεί να σημαίνει ένα σχήμα λόγου, κατά το οποίο ένας ομιλητής χρησιμοποιεί λέξεις ή φράσεις με περιεχόμενο εντελώς αντίθετο από αυτό που εννοεί, για να χλευάσει ή να περιπαίξει, να ψέξει, να εκφράσει αγανάκτηση. Υπάρχει και η τραγική ειρωνία, στην οποία αναφερόμαστε πιο κάτω. Τέλος η ειρωνία, ως φιλοσοφικός όρος, είναι η διαλεκτική μέθοδος του Σωκράτη, ο οποίος, προσποιούμενος άγνοια, έθετε στους συνομιλητές του ερωτήσεις τέτοιες που αποκάλυπταν την αντιφατικότητα των λόγων τους.
Να διευκρινίσουμε μετά από αυτά, πως και στην περίπτωση της ειρωνείας και στην περίπτωση του σαρκασμού, ο ομιλητής λέει το αντίθετο από αυτό που εννοεί, αλλά στη μεν πρώτη περίπτωση η έκφραση έχει ως στόχο μία κατάσταση, ενώ στη δεύτερη ένα πρόσωπο. Η ειρωνεία είναι μια μορφή έκφρασης που θέτει ως αίτημα ένα διπλό ακροατήριο, το ένα μέρος που θα ακούσει και δεν θα καταλάβει, και το άλλο μέρος που γνωρίζει. Σύμφωνα με τα λεξικά σαρκασμός είναι η χαιρέκακη ειρωνεία, ο δηκτικός εμπαιγμός, ο χλευασμός ή το σκώμμα. Η λέξη προέρχεται από τη λέξη σαρξ, ενώ η αρχική σημασία του “σαρκάζω” είναι “δαγκώνω τα χείλια μου από οργή”.