
Άλλη μια συγκινητική στιγμή της Οδύσσειας. Η Ευρύκλεια πλένει τα πόδια του Οδυσσέα και τον αναγνωρίζει από το τραύμα του
Η ταυτότητα του Οδυσσέα θέτει πολλαπλά προβλήματα. Δεν είναι απλώς μεταμορφωμένος σε ζητιάνο, αλλά, αφού ήταν είκοσι πέντε χρονών όταν έφυγε, σήμερα είναι σαράντα πέντε. Ακόμα και αν τα χέρια του δεν έχουν αλλάξει, δεν μπορεί να είναι ίδια και απαράλλαχτα. Είναι συγχρόνως ο ίδιος και εντελώς διαφορετικός. Η βάγια υποστηρίζει πάντως ότι του μοιάζει και λέει στον Οδυσσέα: «Από όλους όσους έχουν έρθει εδώ πέρα, ταξιδιώτες, ζητιάνους, στους οποίους προσφέραμε φιλοξενία, εσύ μου θυμίζεις από όλους πιο πολύ τον Οδυσσέα.
— Μάλιστα, έχετε δίκιο, λέει ο Οδυσσέας, μου το έχουν ξαναπεί αυτό». Σκέφτεται τότε ότι αν η Ευρύκλεια του πλύνει τα πόδια, θα δει μια χαρακτηριστική ουλή που έχει, με κίνδυνο, αν η ταυτότητά του αποκαλυφθεί πριν από την ώρα της, να βρεθεί σε δύσκολη θέση και να πάει όλο το σχέδιο στράφι.
Γιατί ο Οδυσσέας, όταν ήταν μικρός, δεκαπέντε, δεκάξι χρονών, είχε πάει στον παππού του, τον πατέρα της μητέρας του, για να μυηθεί στη ζωή του κούρου, από παιδί να γίνει άντρας· το αγόρι, οπλισμένο με ένα δόρυ, έπρεπε να αντιμετωπίσει, ολομόναχο και υπό την επιτήρηση των εξαδέλφων του, και να νικήσει ένα τεράστιο αγριογούρουνο — και το νίκησε, αλλά το αγριογούρουνο όρμησε πάνω του και του έσκισε το πόδι στο γόνατο. Γύρισε λοιπόν πίσω περιχαρής αλλά με την ουλή, την οποία έδειξε σε όλον τον κόσμο, και διηγήθηκε με κάθε λεπτομέρεια τι έγινε, πώς τον περιποιήθηκαν, πώς τον γέμισαν δώρα. Πρώτη πρώτη στο ακροατήριο ήταν φυσικά η βάγια, η Ευρύκλεια: όταν ο παππούς του, ο Αυτόλυκος, είχε έρθει παλιά στη γέννηση του παιδιού, εκείνη κρατούσε το μωρό στα γόνατα· παρακάλεσε τον Αυτόλυκο να διαλέξει ένα όνομα για τον εγγονό του. Έτσι πήρε ο Οδυσσέας το όνομά του.