.
Γράφει ο Δημήτρης Νατσιός.
«Άλλο ο βυρσοδέψης, άλλο ο τσαγκάρης, άλλο ο δερματολόγος, άλλο ο βιβλιοδέτης και ο άλλο ο δικαστής κακουργοδικείου. Βέβαια όλοι αυτοί έχουν ένα κοινό σημείο: όλοι ασχολούνται με “τομάρια”. Αλλά πάντως με πολύ διαφορετικά τομάρια ο καθένας». Ερανίζομαι τον πρόλογο από το εξαιρετικό βιβλίο του π. Ιω. Κωστώφ «Αθεϊσμός: οίκος ανοχής».
Κατ’ αρχάς, λόγω διδασκαλικής συνήθειας, αναζήτησα τα ετυμολογικά της λέξης «τομάρι». Παράγεται από το ομηρικό ρήμα «τέμνω», κόβω. Από το «τέμνω» έχουμε τον τόμο, (=τεμάχιο, τμήμα), την τομή και από εδώ το υποκοριστικό, μεσαιωνικό «τομάριον» και στην νεοελληνική τομάρι, που σημαίνει δορά, δέρμα. Προφανώς επειδή τα δέρματα κατά την επεξεργασία τους, στα περίφημα γουναράδικα ή τουρκιστί ταμπάκικα, μύριζαν άσχημα -αν και το επάγγελμα ήταν επικερδέστατο, «γουναράδες βρωμεροί και στην τσέπη όλο φλουρί», γράφει ο λαογράφος Νικ. Πολίτης- η λέξη ταυτίστηκε με τους ουτιδανούς, με τους παλιανθρώπους. Πιο συχνά ο απλός λαός το χρησιμοποιεί στην… υπερθετική του μορφή, μιλώντας για «παλιοτόμαρα». Το τομάρι, αν και ουδέτερο, γέννησε και μια άλλη λέξη, που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο, που αρχή και ρίζα παντός αγαθού θεωρεί τον εαυτό του, ο φιλοτομαριστής, ο υπέρμετρα εγωπαθής.
Στο παρόν άρθρο δεν μας ενδιαφέρουν τα τομάρια του βυρσοδέψη ούτε τα πετσιά του τσαγκάρη και του δερματολόγου η επιστήμη. Θα καταπιαστούμε με τα τομάρια, τα παλιοτόμαρα που λέει και ο λαός, που ενίοτε απασχολούν και τα ποινικά δικαστήρια. Το τομάρι, ως είδος ανθρωπολογικό, ανθεί σε τούτον τον τόπο, υπάρχει εν αφθονία. Λιπαίνεται βεβαίως και ευδοκιμεί λόγω και της περιρρέουσας ατιμωρησίας.