Για πολλούς αιώνες όλοι οι «δρόμοι οδηγούσαν στη Ρώμη», ωστόσο, κάποτε ήγγικεν η ώρα της Κωνσταντινούπολης. Δεν υπάρχει σ’ όλο τον κόσμο άλλη πολιτεία, εκτός από την Κωνσταντινούπολη, που να είναι χτισμένη σε δύο ηπείρους, ενώ ο ιδανικός τρόπος για να προσεγγίσει κανείς την Πόλη βέβαια ήταν από τη θάλασσα, όπως συνηθιζόταν από την αρχή της ιστορίας της, ως αποικία του Βύζα και αργότερα ως η Κωνσταντίνου Πόλις, η μεγαλύτερη πόλη του μεσαίωνα.
Τα πλοία άφηναν πίσω τους το Αιγαίο, περνούσαν μέσα από τα Δαρδανέλλια, τον ελληνικό Ελλήσποντο, τη Θάλασσα του Μαρμαρά και στη συνέχεια την αρχαία Προποντίδα, για να διασχίσουν το Βόσπορο, αυτό το καταπληκτικής ομορφιάς υδάτινο στενό που χωρίζει Ευρώπη και Ασία, για να διαπλεύσουν το στόμιο του Κεράτιου Κόλπου και να δέσουν στο κάτω άκρο του Βοσπόρου ή βορειότερα, στο λιμάνι του Γαλατά, το οποίο αναπτύχθηκε ιδιαίτερα τους μεσαιωνικούς χρόνους. Το Βόσπορο τον χαρακτήρισαν ως «το στενό που ξεπερνά όλα τα στενά, γιατί μ’ ένα κλειδί ανοίγει και κλείνει δύο κόσμους, δύο θάλασσες».
Ευλογημένος τόπος, ιδανικός ψαρότοπος, γι’ αυτό και ήταν μία από τις κύριες πηγές εισοδήματος για τους Βυζαντινούς. Άλλες σημαντικές πηγές εισοδήματος ήταν οι δασμοί και τα λιμενικά τέλη, που πλήρωναν όσα πλοία περνούσαν από το στενό, μιας και το Βυζάντιο έλεγχε το Βόσπορο από την αρχή της ιστορίας του κι αυτός ήταν ο βασικός λόγος της ανάπτυξής του.