αναδημοσίευση από το Greek History and Prehistory
.
Η απόφαση για την επίθεση στην Κρήτη ελήφθη από το Χίτλερ στις 25 Απριλίου 1941, λίγες μέρες μετά την παράδοση της ηπειρωτικής Ελλάδας στις δυνάμεις του Άξονα, και έλαβε την κωδική ονομασία «Επιχείρηση Ερμής» («Unternehmen Merkur»). Ήταν αμυντική και όχι επιθετική επιχείρηση, όπως αποδείχθηκε αργότερα. Οι Γερμανοί είχαν ως στόχο να εξασφαλίσουν τα νοτιοανατολικά τους νώτα, ενόψει της Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα (Εκστρατεία στη Ρωσία) και να εξορμήσουν στη Βόρεια Αφρική, με εφαλτήριο την Κρήτη, όπως πίστευαν οι Σύμμαχοι.
Τις παραμονές της επίθεσης, οι Σύμμαχοι είχαν τακτικό πλεονέκτημα σε ξηρά και θάλασσα, ενώ οι Γερμανοί στον αέρα. Την Κρήτη υπερασπίζονταν όσοι έλληνες στρατιώτες είχαν παραμείνει στο νησί και δυνάμεις της Βρετανικής Κοινοπολιτείας (Βρετανοί, Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί στρατιωτικοί), που είχαν διεκπεραιωθεί από την κατεχόμενη Ελλάδα. Το γενικό πρόσταγμα είχε ο νεοζηλανδός στρατηγός Μπέρναρντ Φράιμπεργκ, 52 ετών, βετεράνος και αυτός του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Οι υπερασπιστές της Μεγαλονήσου ανήρχοντο σε περίπου 40.000, αλλά είχαν ανεπαρκή και απαρχαιωμένο οπλισμό, ιδίως οι Έλληνες. Οι Σύμμαχοι γνώριζαν με μεγάλες λεπτομέρειες το γερμανικό σχέδιο επίθεσης, αφού είχαν κατορθώσει για πρώτη φορά να σπάσουν του γερμανικό κώδικα επικοινωνιών («Επιχείρηση Αίνιγμα»). Όμως, το πλεονέκτημα αυτό δεν το εκμεταλλεύτηκαν, εξαιτίας των διαφωνιών του Φράιμπεργκ με τους ανωτέρους του στο Λονδίνο.
Η συμμετοχή χιλιάδων αμάχων στις επιχειρήσεις ήταν ένας παράγων που δεν είχαν υπολογίσει οι γερμανοί σχεδιαστές της επιχείρησης. Πίστευαν ότι οι Κρητικοί, γνωστοί για τα αντιμοναρχικά τους αισθήματα, θα υποδέχονταν τους Γερμανούς ως ελευθερωτές. Οι Κρητικοί ζητούσαν με επιμονή όπλα εν όψει της γερμανικής επίθεσης.