αναδημοσίευση από τις Ανιχνεύσεις
άρθρο του Σπυρίδωνος Σφέτα
αναπληρωτή καθηγητής ιστορίας
του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
.
Η κρίση των ελληνοτουρκικών σχέσεων το 1914, λόγω κυρίως του ζητήματος του καθεστώτος του νησιών του Βορειοανατολικού Αιγαίου, έχει αποτελέσει αντικείμενο μελέτης στην ελληνική ιστοριογραφία.[1] Δεν ήταν, ωστόσο, ένα μεμονωμένο επεισόδιο, αλλά αντανάκλαση του ευρύτερου νέου πλέγματος των ελληνοτουρκικών σχέσεων μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και της ανάδυσης ενός Τουρκικού εθνοτικού εθνικισμού. Η πολιτική της Γερμανίας μετά τον Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο αποσκοπούσε στη συγκρότηση ενός αντισλαβικού μετώπου, αποτελούμενου από την Ελλάδα, τη Ρουμανία και το Οθωμανικό Κράτος. Υπήρχε, κατά τη συνέπεια, γερμανικό ενδιαφέρον ως ζήτημα αρχής για τη διευθέτηση της ελληνοτουρκικής διαφοράς. Από την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων θα εξαρτιόταν σε σημαντικό βαθμό και η στάση της Ελλάδας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Σκοπός αυτού του άρθρου είναι η προσέγγιση του ζητήματος των νησιών του Βορειοανατολικού Αιγαίου στο πλαίσιο της γερμανικής πολιτικής έναντι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της νέας φάσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Παρά τη γνωστή φράση του Βίσμαρ (Bismarck) ότι «ολόκληρη η Ανατολή δεν αξίζει τα κόκαλα ενός Πομερανού γρεναδιέρου», μετά το Συνέδριο του Βερολίνου (1878) ο σιδηρούς καγκελάριος επέδειξε ενδιαφέρον για την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Βασική παράμετρος της γερμανικής πολιτικής έναντι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην εποχή του Βίσμαρκ ήταν η αποτροπή μιας ταχείας κατάρρευσης της. Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σε μια άκαιρη για τη Γερμανία ριζική λύση του Ανατολικού ζητήματος θα εμπλέκονταν οι Μεγάλες Δυνάμεις.