.
Μέχρι τις αρχές της τρίτης δεκαετίας του 15ου αιώνος, οι μεταξύ του Μανουήλ και του διαδόχου του Βαγιαζήτ, Μωάμεθ Α΄ – ευγενούς εκπροσώπου του Οθωμανικού Κράτους – σχέσεις, εχαρακτηριζοντο, παρά το γεγονός ότι ο Αυτοκράτωρ έκαμε ωρισμένα σφάλματα, από ειρήνη και εμπιστοσύνη.
Κάποτε, εν γνώσει του Αυτοκράτορος, ο Σουλτάνος επέρασε από ένα προάστειο της Κωνσταντινουπόλεως όπου και συνηντήθη με τον Μανουήλ. Και οι δύο ηγεμόνες έμειναν στα πλοία τους και συζητούσαν, από αυτά, σε φιλικό τόνο• κατόπιν διέσχισαν τα Στενά κατευθυνόμενοι προς ην Ασιατική ακτή, όπου εστρατοπεύδευσε ο Σουλτάνος, ο δε Αυτοκράτωρ παρέμεινε στο πλοίο του. Την ώρα του γεύματος οι μονάρχαι αντήλλαξαν τα πιό εκλεκτά φαγητά που διέθετε ο καθένας στο τραπέζι του (σ.1). Την εποχή όμως του διαδόχου του Μωάμεθ, Μουράτ Β΄, τα πράγματα ήλλαξαν.
Κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Μανουήλ απεσύρθη από την διοίκησι των υποθέσεων του Κράτους, τις οποίες ενεπιστεύθη στον υιό του Ιωάννη, που δεν είχε ούτε την πείρα ούτε τον ευγενικό χαρακτήρα του πατέρα του. Ο Ιωάννης εθέλησε να υποστηρίξη έναν από τους διεκδικητάς του Σουλτανικού θρόνου• αλλά η προσπάθεια της εξεγέρσεως απέτυχε και ο Μουράτ Β΄ ωργισμένος, απεφάσισε να πολιορκήση την Κωνσταντινούπολι και να καταλάβη αμέσως την πόλι αυτή, που για πολύ καιρό την εποφθαλμιούσε.
Αλλά η δύναμι των Οθωμανών, που δεν είχε προλάβει να αναλάβη μετά την ήττα της Άγκυρας και που είχε εξασθενήσει λόγω των εσωτερικών ανωμαλιών, δεν ήτο ακόμη επαρκής για να δώση ένα τέτοιο κτύπημα. Το 1422 οι Τούρκοι πολιώρκησαν την Κωνσταντινούπολι. Στην Βυζαντινή φιλολογία βρίσκεται ένα ειδικό έργο, γραμμένο από τον Ιωάννη Κομνηνό, υπό τον τίτλο «Διήγησι των πολέμων της Κωνσταντινουπόλεως του 6930 (1422) όπου ο Αμουράτ Μπέης επετέθη κατά της πόλεως, την οποίαν θα είχε καταλάβει, αν δεν την βοηθούσε η ευλογημένη Μητέρα του Θεού» (σ.2).