Μετά την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, αν και είχε ψηφιστεί το σύνταγμα του 1844 που καθιέρωνε τη συνταγματική μοναρχία και προέβλεπε τη λειτουργία των κομμάτων, το Παλάτι, ή μάλλον η βασίλισσα Αμαλία, ήταν ο αποκλειστικός ρυθμιστής της πολιτικής ζωής της χώρας. Γι’ αυτό βασικό αίτημα του λαού ήταν η διενέργεια ελεύθερων εκλογών.
Αν γίνουν εις τον τόπον ελεύθερ’ εκλογαί,
θα λείψουν και οι δέκα του Φαραώ πληγαί.
Οι στίχοι αυτοί έγιναν σύνθημα στα χείλη του λαού, που είχε τραυματικές εμπειρίες από τις εκλογές του 1844, 1847, 1850, 1853 και 1856, κατά τις οποίες, με κάθε λογής παρεμβάσεις των Ανακτόρων, εξελέγησαν πολιτικοί που ήταν πειθήνιοι στη βούληση του βασιλικού ζεύγους (λ.χ. ο Ιωάννης Κωλέττης).
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα στις αρχές του 1859 συγκροτήθηκε μια μυστική αντιοθωνική Εταιρεία. «Εντός διμηνίας», έγραψε ο βιογράφος της Αμαλίας Γεώργιος Τσοκόπουλος (Γ. Β. Τσοκοπούλου, Παλαιαί Αθήναι: Η Βασίλισσα Αμαλία, εν Αθήναις, Τυπογραφείον Παρασκευά Λεώνη, 1904), «έγιναν μέλη της Εταιρείας δέκα επτά βουλευταί, εκατόν πενήντα φοιτηταί και μαθηταί, οκτώ αξιωματικοί, τέσσαρες ιερείς, ένας επίσκοπος, ο Μαντινείας Θεοφάνης, και τρεις δημοσιογράφοι, μεταξύ των οποίων και ο Ιωάννης Φιλήμων και ο γέρων Εμμανουήλ Αντωνιάδης, διευθυντής της «Αθηνάς»».
Στην εθνική γιορτή της 25ης Μαρτίου 1859 η Εταιρεία έκανε την πρώτη της «εμφάνιση». Οι κεντρικοί δρόμοι της Αθήνας, η Ερμού και Αιόλου, οι πλατείες και οι πιο απόκεντροι δρομίσκοι πλημμύρισαν από προκηρύξεις αντιοθωνικού περιεχομένου. Η αστυνομία καταταράχτηκε. Προτού μάλιστα να συνέλθουν ο Όθωνας, η Αμαλία και η καμαρίλα τους κυκλοφόρησαν νέες προκηρύξεις. Οι πιο γνωστοί και σημαίνοντες Αθηναίοι έλαβαν με το Ταχυδρομείο φάκελο με προκήρυξη που την υπέγραφε «Η άγνωστος, αλλά πανίσχυρος λαϊκή θέλησις». Αυτή ήταν η πρώτη οργανωμένη αντίδραση του λαού στον αυταρχισμό του Όθωνα.