
Ἀπόστολος Παῦλος, Τιμόθεος, Σίλας, μινιατούρα ἀπὸ χειρόγραφο «Πράξεις καὶ Ἐπιστολές τῶν Ἀποστόλων». Βυζάντιο 13ος αἰ., Μόσχα.
.
Ἰωάννη Β. Βελιτσιάνου Δρ. Θεολογίας Α.Π.Θ.
Ἡ χρήση ἑνὸς ὀνόματος, εἴτε γίνεται σπάνια εἴτε συχνά, ἔχει διττὴ προσέγγιση. Σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση κάποιος θὰ διαπιστώσει δύο διαφορετικοὺς τρόπους ἐκτίμησης τῆς χρήσης τοῦ ὀνόματος, ἐντελῶς ἀντίθετους ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλον. Ἄλλοι καυχῶνται γιὰ τὸ ὄνομά τους, ὅτι εἶναι πολὺ σπάνιο καὶ μὲ κάποια ἔννοια μοναδικό, καὶ ἄλλοι ὅτι εἶναι πάρα πολὺ συχνό, δηλαδὴ συναντᾶται παντοῦ, διότι εἶναι δημοφιλὲς στοὺς ἀνθρώπους κ.τλ. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει μὲ τὸ ὄνομα Μακεδονία στὴν Ἁγία Γραφὴ, ὅπου ἡ συχνὴ χρήση του, μᾶς παραπέμπει στὴ σπουδαιότητα καὶ στὴ διασημότητα αὐτοῦ.
Τὸ ὄνομα τῆς Μακεδονίας προέρχεται ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ μυθολογία ποὺ πέρασε στὴν κυρίως ἀρχαία ἱστορία καὶ ποὺ πρῶτος τὴν κατέγραψε ὁ Ἡρόδοτος (Ε 17). Ὁ Ὅμηρος φαίνεται νὰ ἀγνοεῖ τὸ ὄνομα Μακεδονία καὶ Μακεδόνες. Γι’ αὐτὸν οἱ πολεμιστὲς ἀπὸ τὴ χώρα ποὺ ἀδρεύει ὁ Ἀξιὸς εἶναι οἱ Παίονες καὶ χώρα τους ἡ Παιονία (Ἰλιάδα β’ 848, π’ 287 καὶ φ’ 152).
Πιθανὸν αὐτὸ νὰ μαρτυρᾶ ὅτι ἡ τότε Μακεδονία ἦταν ἠπειρωτικὴ χώρα μακρὰ τοῦ Ἀξιοῦ καὶ δὲν εἶχε λόγους συμμετοχῆς σὲ ναυτικὲς ἐκστρατεῖες. Ὁ «πατέρας» τῆς Ἱστορίας, ὁ Ἡρόδοτος, ὀνομάζει Μακεδονία τὴν πέραν ἀπὸ τῆς Πρασιάδας λίμνης καὶ τοῦ Δυσώδους ὄρους χώρα (Ε 18) ποὺ ὁρίζεται πρὸς Ν. ἀπὸ τὸν Πηνειὸ καὶ τὸν Ὄλυμπο (ζ’ 173), ἀλλιῶς Μακεδονίς (Ζ 127). Οἱ κάτοικοι αὐτῆς, Μακεδόνες (Ε 18) ἢ Μακεδνὸν ἔθνος (Α 56, Ἡ 43) ἦταν ἑλληνικὸ φῦλο καὶ μάλιστα ἦταν κατ’ ἐκεῖνον δωρικὸ γένος ποὺ κατοικοῦσε πρῶτα στὴ Φθιώτιδα ἐπὶ Δευκαλίωνα, παρὰ τὴν Ὄσσα καὶ τὸν Ὄλυμπο ἐπὶ Δώρου καὶ ποὺ τελικὰ ἐκδιώχθηκε ἀπὸ τοὺς Καδμείους καὶ κατέφυγε στὴν Πίνδο (Α 56).
Ἐτυμολογικὰ τὸ ὄνομα Μακεδονία – Μακεδὸν(ιὸς) > Μακεδὼν ἢ Μακηδών, ὅπως καὶ τὰ: Μάγνης, Μακέτης κ.ἄ. εἶναι προφανὲς ὅτι προέρχονται ἀπὸ τὴ δωρικὴ ρίζα μακ- ἀπὸ τὴν ὁποία παράγονται καὶ τὰ: μάκος ἢ ἰωνικὰ μῆκος, magnus,a,um (ὁ μέγας, ὁ μὲ μῆκος), μακ(ε)ρὸς – μακρός, μάκαρ κ.ἄ., καθὼς καὶ τὰ σύνθετα: Μακεδονία, μακεδνός, ή, ὅ – Μάκεδνος, = ἡ ρίζα μακ- καὶ ἡ λέξη ἔδος = ἡ χώρα, τὸ ἔδαφος, κ.ἄ., ἀπ’ ὅπου καὶ ἡ λέξη ἔδνον = τὸ γλυκύ, εὔγευστο, κ.ἄ. Στὴν Ὀδύσσεια (η, 106) ἀναφέρεται «οἷά τε φύλλα μακεδνὴς ἀιγείρειο», ὅπου τὸ ἐπίθετο «μακεδνός, ή, όν» ἢ σὲ οὐσιαστικοποίηση Μάκεδνός, ἡ, (κάτι ὡς θερμὴ > θέρμη, ξανθὴ – Ξάνθη, Θερμὸς > Θέρμος, λευκός, ἢ – λεύκη ἢ λεῦκος…) μεταφράζεται σὲ εὐμήκη. Δηλαδὴ ἡ λ. Μάκεδνος σημαίνει εὔσωμος, εὐμήκης, ψηλός, μακρὸς κ.ἄ. καί Μακεδονία τὴν εὐμήκη, τὴν μακρὰ καὶ ὡραία χώρα.