Ὁ πνευματωδέστερος συγγραφέας τοῦ περασμένου αἰώνα, ἀπὸ τοὺς προδρόμους τῆς ἑλληνικῆς πεζογραφίας καὶ κριτικῆς, καὶ τοὺς συντελεστὲς τῆς ἀναγέννησης τῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ τόπου.
Χιακῆς καταγωγῆς γεννήθηκε στὴν Ἑρμούπολη τῆς Σύρου τὸ 1836 καὶ μεγάλωσε στὴ Γένοβα τῆς Ἰταλίας, ὅπου ἐμπορευόταν ὁ πατέρας του. Σὲ ἡλικία δεκατριῶν χρονῶν ξαναγύρισε στὴ Σύρα, περάτωσε τὶς ἐγκύκλιες σπουδές του, σπούδασε φιλολογία στὸ Βερολίνο κι ὕστερα ἐγκαταστάθηκε στὴν Ἀθήνα.
Ἡ πατρική του περιουσία καὶ οἱ ἐμπορικές του ἐνασχολήσεις τοῦ προσπόρισαν οἰκονομικὴ ἀνεξαρτησία καὶ ἐλευθερία γνώμης, ὥστε, ὅταν στράφηκε ἀργότερα στὴ δημοσιογραφία καὶ τὴν κριτική, νὰ ἀσκήσει ὀξύτατο, καυστικό, ἀλλὰ καὶ δίκαιο, ἀνεπηρέαστο, ἀντικειμενικὸ ἔλεγχο τῆς πολιτικῆς, κοινωνικῆς καὶ πνευματικῆς μας ζωῆς.
Οἱ σελίδες του εἶχαν ἐπὶ πλέον τὸ χάρισμα τοῦ χιοῦμορ, τῆς σάτιρας, τοῦ εὐφυολογήματος. Ἀνέβασε τὸ λειτούργημά του σὲ καθαρὰ εὐρωπαϊκὸ ἐπίπεδο, χωρὶς νὰ πάψει νὰ εἶναι ἀνεπηρέαστος καὶ ἀσυμβίβαστος, ἀκόμα κι ὅταν ἔγινε φτωχὸς (περὶ τὸ τέλος τῆς ζωῆς του).
Τὸ 1875 ἱδρύει τὴν ἐφημερίδα Ἀσμοδαῖος, σατιρικοῦ καὶ πολιτικοῦ χαρακτῆρα. Τὸ 1877 ξεκινάει ἡ μεγάλη φιλολογική του διαμάχη μὲ τὸν Ἄγγελο Βλάχο. Τὸ 1878 ἐκδηλώνει τὴν ἀνοιχτή του ὑποστήριξη πρὸς τὸν Χαρίλαο Τρικούπη. Διορίζεται ἔφορος τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης, συμμετέχει στὴν συντακτικὴ ἐπιτροπὴ τῶν περιοδικῶν Παρνασσὸς καὶ Ἑστία, δημοσιεύει πλῆθος ἄρθρα, εὐθυμογραφήματα, χρονογραφήματα, κριτικές, γλωσσικὲς μελέτες, ἐνῶ παράλληλα συντάσει τὶς ἐτήσιες διπλωματικὲς ἐπιθεωρήσεις τῆς ἐφημερίδας Ὤρα τοῦ Τρικούπη.