του Παύλου Παπανότη, συνταξιούχου εκπαιδευτικού
1924. Δύο χρόνια μετά τη Μικρασιατική καταστροφή η Ελλάδα αντιμετώπιζε μεγάλα οικονομικά προβλήματα. Τα αίτια της κακής οικονομικής της κατάστασης ήταν κυρίως δύο: οι αυξημένες δαπάνες για την αποκατάσταση των προσφύγων και η εκτεταμένη φοροδιαφυγή. Το τελευταίο ζήτημα συζητήθηκε στο Κοινοβούλιο τη 10η Δεκεμβρίου με αφορμή σχετική επερώτηση που υπέβαλαν βουλευτές «περί των δηλώσεων της καθαράς προσόδου» (= των καθαρών φορολογητέων κερδών).
Πρώτος πήρε το λόγο ο βουλευτής Πρεβέζης Θεόδωρος Χαβίνης, ο οποίος ανέφερε ότι σύμφωνα με πληροφορίες που έλαβε από την Εφορία τα έσοδα του κράτους από τον φόρο της «καθαράς προσόδου» ανήλθαν μόλις σε 160.000.000 δραχμές. Συγκεκριμένα: «εκ κινητών αξιών 17.000.000, εξ εμποροβιομηχανικών επιχειρήσεων 40.000.000, εκ μισθών 18.000.000, κ.λπ. και εκ των ελευθέρων επαγγελμάτων 2.000.000 δραχμές». Και συνέχισε, για να δείξει την έκταση της φοροδιαφυγής. « Εις τας Αθήνας, όπου μόνον η οδός Σταδίου και η οδός Ερμού έχουν τόσους εκατομμυριούχους, έχουν δηλώσει καθαράν φορολογητέαν πρόσοδον άνω των 200.000 δραχμών μόνον 55!» .
Προς επίρρωση των λόγων του ανέφερε επώνυμα τραπεζιτών και βιομηχάνων που δεν πλήρωσαν ούτε πεντάρα. (Αξίζει να ανατρέξει ο αναγνώστης του post στις εφημερίδες ΣΚΡΙΠ και ΕΜΠΡΟΣ, φύλλα της 11ης Δεκεμβρίου 1924, για να πληροφορηθεί τα επώνυμα των καταγγελθέντων για φοροδιαφυγή, ορισμένοι από τους οποίους ανακηρύχτηκαν αργότερα ευεργέτες ή πρωτοστάτησαν στην οικονομική ζωή του τόπου.)