Ἀπὸ τὶς σημαντικότερες πολιτικὲς προσωπικότητες τῆς Ἐπανάστασης. Γιὸς τοῦ λόγιου ἀξιωματούχου στὶς παραδουνάβιες Ἡγεμονίες Νικολάου Μαυροκορδάτου ἀπέκτησε ἐπιμελημένη μόρφωση κατάλληλη γιὰ νὰ ἀναλάβει δημόσια ἀξιώματα. Ἔφτασε στὸ Μεσολόγγι τὸν Ἰούλιο τοῦ 1821 συνοδευόμενος ἀπὸ ὁμογενεῖς καὶ φιλέλληνες μὲ στόχο τὴν ἐπέκταση τῆς Ἐπανάστασης, τὴν ὀργάνωση καὶ πολιτικὴ ἐνοποίηση τῶν ἐξεγερμένων τόπων καὶ τὴ συγκέντρωση τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας στὸ πλαίσιο μιᾶς «Ἐθνικῆς Διοίκησης».
Συνέβαλε στὴ συγκρότηση τοπικοῦ πολιτεύματος στὴ Δυτικὴ Ἑλλάδα καὶ στὴ σύγκληση τῆς Α´ Ἐθνοσυνέλευσης. Ἀναδείχθηκε πρόεδρός της καὶ πρόεδρος τῆς ἐπιτροπῆς ποὺ συνέταξε τὸ προσωρινὸ πολίτευμα τῆς Ἑλλάδας. Οἱ πολιτικὲς ἀρχὲς ποὺ ὑπαγορεύονται σ᾿ αὐτὸ φανερώνουν τοὺς σαφεῖς ἰδεολογικοὺς καὶ πολιτικούς του προσανατολισμοὺς ποὺ εἶναι διαποτισμένοι ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ φιλελευθερισμοῦ.
Δραστηριοποιήθηκε καὶ στρατιωτικά, ὅπου βαρύνεται μὲν μὲ τὴν καταστροφὴ στὸ Πέτα (4 Ἰουλ. 1822), ἀλλὰ εἶναι κι αὐτὸς ποὺ πρωτοστάτησε στὴν ὀργάνωση τῆς ἄμυνας τοῦ Μεσολογγίου ποὺ ἀποδείχθηκε σωτήρια κατὰ τὴν πρώτη πολιορκία τῆς πόλης.
Υἱοθέτησε μία σταθερὰ ἀγγλόφιλη πολιτική, γιατί πίστευε ὅτι ἡ Ἀγγλία καὶ λόγω τῶν συμφερόντων της στὴν Ἀνατολὴ ἦταν ἡ μόνη δύναμη, ποὺ μποροῦσε νὰ ἀντιταχθεῖ στὰ ἐπεκτατικὰ σχέδια τῆς Ρωσίας καὶ ἐπειδὴ θεωροῦσε ὅτι ἀντιπροσώπευε πρότυπο πολιτικῆς, οἰκονομικῆς καὶ κοινωνικῆς ὀργάνωσης.