
Οι διοικητές της Γκεστάπο Τριπόλεως και Σπάρτης μαζί με τους Ελασίτες (από δεξιά) Μαρινάκη, Μπαρμαπλιά και Γιάτρα.
.
Η πλειοψηφία της ιστοριογραφίας της ιστορίας της δεκαετίας του 1940 μέχρι τώρα μας έχει συνηθίσει σε σημαντικό βαθμό σε μία μονόπλευρη ενημέρωση αγιοποίησης της εαμικής πλευράς και των πεπραγμένων της και σε δαιμονοποίηση των λοιπών αντιστασιακών δυνάμεων που δεν δέχθησαν την «συνεργασία» ή ορθότερα την υποδούλωση – αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς – μέσα στις τάξεις του εαμικού κινήματος.
Από την πρώτη στιγμή, την εποχή εκείνη, όσοι διάλεξαν άλλη οργάνωση ώστε να πολεμήσουν τον κατακτητή, θεωρήθηκαν κατά δήλωση του Σιάντου, «γκεσταπίτες» ακριβώς επειδή δεν εισχώρησαν στο ΕΑΜ – ΕΛΑΣ και δεν διευκόλυναν το ΚΚΕ στα σχέδιά του για κατάληψη της εξουσίας και επιβολή καθεστώτος «λαϊκής δημοκρατίας» αντίστοιχης ποιότητας και «δημοκρατικότητας» με αυτά της σταλινικής Σοβιετικής Ένωσης και της γειτονικής Αλβανίας του Εμβέρ Χότζα.
Έτσι οι αντιστασιακοί έξω από το ΕΑΜ ονομάστηκαν «αντίδραση», που έπρεπε να εξοντωθεί με κάθε τρόπο. Όταν δεν ήταν δυνατή η εξόντωση με αιφνιδιαστική ένοπλη επίθεση αυτή γινόταν με μεθόδους κατασυκοφάντησης του αντιπάλου. Έτσι ήταν «συνεργάτης» των Ιταλών ο Σαράφης, άσχετα εάν λίγες μέρες μετά την φυλάκισή του και τον εξευτελισμό του δέχθηκε να αναλάβει στρατιωτικός αρχηγός του ΕΛΑΣ και οι κατηγορίες αποσύρθηκαν εν μια νυκτί. Το ίδιο θα συνέβαινε και με τον Ζέρβα, αν ο τελευταίος είχε αιχμαλωτισθεί από τον ΕΛΑΣ. Και αυτός για το ΕΑΜ, αφού προηγουμένως αρνήθηκε τρεις φορές με το καλό να πάρει το αξίωμα που δόθηκε μετά στον Σαράφη, έπρεπε με τη βία ή να εξοντωθεί ή να κατασυκοφαντηθεί. Αυτή ήταν η νοοτροπία των ηγετικών στελεχών του Κόμματος… «Πας μη εαμίτης γκεσταπίτης».