.
«Τήν επιούσαν, ήτις ήν 8η τού Αυγούστου 1826, ήμέρα Κυριακή, εν ώ αι ακτίνες τού ηλίου επιβαίνουσαι τού Υμηττίου όρους εφώτιζαν τάς κορυφάς τού Κορυδαλλού, εφάνη έξερχόμενον τού ελαιώνος έν σώμα πεζικού καί ιππικού στρατεύματος, τό μέν πεζικόν εξ 8000, έχον επί κεφαλής τόν Κιουταχήν, τό δέ ιππικόν εκ 2000, οδηγούμενον τότε παρά τού Ομέρ Πασά Καρύστου. Ο δέ πρώτος παραλαβών τήν δεξιάν πτέρυγα επλησίασε μέ τό πεζικόν εις τό πρώτον οχύρωμα, ο δεύτερος μέ τό ιππικόν τήν αριστεράν.
Ο αρχηγός εξελθών τού περιβόλου περιήρχετο όλα τά οχυρώματα ενθαρρύνων τούς Έλληνας, προσκαλών έκαστον εις φιλοτιμίαν, αναμιμνήσκων τάς προλαβούσας ανδραγαθίας του ή πατραγαθίας. Ο Φαβιέρος άνευ τινός διαταγής τού αρχηγού προέπεμψε 300 τακτικούς νά κτυπήσωσι τό ιππικόν, τό οποίον αναβαίνον έναν ομαλόν καί επιμήκη λόφον έμελλε νά διευθυνθή κατά τού περιβόλου, καί άν άλλην βλάβην δέν ήθελε δυνηθή νά προξενήσει εις τούς Έλληνας ιδιαιτέραν, ήλπιζε τουλάχιστον νά τούς εμποδίση από τό νά δώσωσι βοήθειαν εις τό προμνησθέν οχύρωμα τού Περραιβού.
Πορευομένων τών δύο τούτων σωμάτων, δέν έβλεπε τό έν τό άλλο διά τό ύψος τού λόφου, όταν δέ παρεγένοντο αμφότερα συγχρόνως εις τήν κορυφήν, εστάθησαν εκστατικά καί ακίνητα διά τό απροσδόκητον τής απαντήσεως. Ο αξιωματικός Έλλην προλαβών διέταξε νά πυροβολήσωσιν.