.
Τά ἐλάχιστα ποῦ ὁμολογεῖ ό διοικητής τοῦ Μαουτχάουζεν δείχνουν γιά μιά ἀκόμα φορά τό μέγεθος τῆς θηριωδίας τῶν ναζί.
Ὁ Φράντς Τσίραϊς, γενικός διοικητής στό στρατόπεδο συγκέντρωσης τοῦ Μαουτχάουζεν, εἶχε κατορθώσει νά δραπετέψει ἀπό τούς προελαύνοντες, μέσα στό αὐστηρό ἔδαφος, ‘Ἀμερικανούς. Τό στρατόπεδο αὐτό, ποῦ βρισκότανε παράπλευρα τοῦ Δούναβη, κοντά στήν πόλη τοῦ Λίντς, ἤτανε ἕνα ἄπό τά πιό φριχτά, τά πιό ἀπαίσια καί τά πιό ἄγρια ποῦ διαθέτανε οἴ Γερμανοί τόν καιρό ἔκεῖνο.
Γιά τοῦτο κι ό Φράντς Τσίραϊς, ποῦ ἤξερε πῶς θά συλλαμβανότανε ὁπωσδήποτε σάν ἔγκληματίας πολέμου, κατάφερε νά ξεφύγει καί νά πάει νά κρυφτεῖ σέ μιά ἀγροτική καλύβα, ξεμοναχιασμένη, πάνω στό βουνό Πύρν, σιμά στήν πόλη Σπιτάλ τῆς Αὐστρίας. Ἀλλά τόν τρομερό αὐτό ἄνθρωπο δέν τόν συμπαθοῦσε κανένας. Οὔτε κι αὐτοί ἀκόμα οἱ δικοί του.
Γι’ αὐτό καί καταδόθηκε ὁ κρυψώνας του ἔπειτα ἀπό λίγες μέρες. Οἱ Ἀμερικανοὶ, φυσικά, στείλανε ἕνα ἀπόσπασμα γιά νά τόν βουτήξει. Αὐτός, ὅμως, ποῦ τό ἀντιλήφθηκε νά πλησιάζει, ἔκανε μιά ἀπεγνωσμένη προσπάθεια νά ξεγλιστρήσει γιά δεύτερη φορά ἀπό τά χέρια τους. Μά δέν πέτυχε τό σκοπό του. Οἱ Ἀμερικανοὶ στρατιῶτες, ποῦ τόν εἴδανε νά φεύγει, τοῦ φωνάξανε νά σταθεῖ.
Ἐκεῖνος άρνήθηκε νά ύπακούσει κι οί διώχτες του τόν πυροβολήσανε, τόν τραυματίσανε καί τόν μεταφέρανε στό νοσοκομείο. ’Επειδή ή κατάστασή του θεωρήθηκε κρίσιμη, τόν άνακρίνανε, άφού τόν συνεφέρανε γιά λίγο οί στρατιωτικοί γιατροί.