Tα Aπομνημονεύματα του Mακρυγιάννη γράφτηκαν από το 1829 ως το 1850, αλλά εκδόθηκαν πολύ αργότερα, ενώ το κύρος του έργου ως τεκμηρίου εθνικής αυτογνωσίας και, παράλληλα, ως πεζογραφικού επιτεύγματος κατοχυρώθηκε στα μέσα του εικοστού αιώνα. Tα αποσπάσματα που επιλέξαμε προέρχονται από την Εισαγωγή και εκφράζουν τις αρχικές προθέσεις και ορισμένες από τις γενικές αντιλήψεις του Mακρυγιάννη που κατευθύνουν το έργο.
1829 Φλεβαρίου 26, Άργος. Είμαι διορισμένος από την κυβέρνηση του Κυβερνήτη Καποδίστρια Γενικός Αρχηγός της Εκτελεστικής δύναμης της Πελοπόννησος και Σπάρτης. O σταθμός* μου είναι εδώ εις Άργος. Κάθομαι και αγροικιώμαι* με την Κυβέρνηση, και παντού εις τις επαρχίες μ’ αρχές κι αξιωματικούς, και όποτε κάνει χρεία φέρνω και γύρα σε όλα τα μέρη αυτά, διά την γενική ησυχία, και ξακολουθώ τα χρέη μου καθήμενος τον περισσότερον καιρόν εδώ. Και για να μην τρέχω εις τους καφενέδες και σε άλλα τοιούτα, και δεν τα συνηθώ – (ήξερα ολίγον γράψιμον, ότι δεν είχα πάγει εις δάσκαλο από τα αίτια οπού θα ξηγηθώ, μην έχοντας τους τρόπους*) περικαλούσα τον έναν φίλον και τον άλλον και μ’ έμαθαν κάτι περισσότερον εδώ εις Άργος, οπού κάθομαι άνεργος.
Αφού λοιπόν καταγίνηκα ένα δυο μήνες να μάθω ετούτα τα γράμματα οπού βλέπετε, εφαντάστηκα να γράψω τον βίον μου, όσα έπραξα εις την μικρή μου ηλικία και όσα εις την κοινωνία, όταν ήρθα σε ηλικία, και όσα διά την πατρίδα μου, οπού μπήκα εις της Εταιρείας το μυστήριον διά τον αγώνα της λευτεριάς μας και όσα είδα και ξέρω οπού ‘γιναν εις τον Αγώνα, και σε όσα κατά δύναμη συμμέθεξα κι εγώ κι έκαμα το χρέος μου, εκείνο οπού μπορούσα. Δεν έπρεπε να έμπω εις αυτό το έργον ένας αγράμματος, να βαρύνω τους τίμιους αναγνώστες και μεγάλους άντρες και σοφούς της κοινωνίας, και να τους βάλω σε βάρος, να τους κινώ την περιέργειά τους και να χάνουν τις πολύτιμες στιγμές εις αυτά.
Ο Καποδίστριας υπήρξε ο μοναδικός πολιτικός της νεότερης Ελλάδας, ο οποίος αγάπησε τη χώρα σε βαθμό, ώστε να θυσιαστεί γι’ αυτήν. Το μαρτυρούν αυτό σημαντικές αποφάσεις της ζωής του. Η πρώτη είναι η παραίτησή του από του να δημιουργήσει οικογένεια, αν και γνώρισε γυναίκα αντάξιά του, την οποία και ερωτεύτηκε, τη Ρωξάνα Στούρτζα.
Η δεύτερη είναι ότι δεν κάμφθηκε από τις παρακλήσεις του τσάρου της Ρωσίας να επανέλθει στο υπουργείο των Εξωτερικών υποθέσεων της αυτοκρατορίας. Είχε απομακρυνθεί απ’ εκείνο ευσχημόνως, μετά το ξέσπασμα της επανάστασης (1821), για λόγους διπλωματικών ισορροπιών στα πλαίσια της «Ιερής συμμαχίας». Η τρίτη είναι ότι η άρνησή του οφειλόταν στην αποδοχή της εκλογής του ως πρώτου κυβερνήτη της χώρας. Είχε αποφασίσει να κατέλθει όχι βέβαια λόγω αφέλειας και με βάση το γνωμικό «κάλλιο πρώτος στο χωριό παρά δεύτερος στην πόλη».
Ο Καποδίστριας ήταν άριστος γνώστης της ευρωπαϊκής διπλωματίας και ως εκ τούτου γνώριζε ότι ή θνήσκουσα επανάσταση, μετά την απόβαση των στρατευμάτων του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο και την κάθοδο των άλλων του Κιουταχή στη Στερεά, μόνο με την επέμβαση των ισχυρών θα μπορούσε να ζωογονηθεί. Γνώριζε ακόμη ότι και αν ζωογονείτο, θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο το υπό την «προστασία» των ισχυρών θνησιγενές κρατίδιο να σταθεί στα πόδια του.
Τώρα θα σας πω για την μετάνοια, πως την έκανε ένας Ήρωας της Επαναστάσεως, πως μάθαινε στους ανθρώπους την μετάνοια. ΤΟΝ ΛΕΝΕ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ.
Αυτός ο Μακρυγιάννης, για να δείτε που αυτοί οι άγιοι άνθρωποι, πως διδάσκονταν από τους πατέρες τους και πως η Αγία Εκκλησία με τους Κανόνες που τους έβαζε -γιατί εξομολογούντο αυτοί- ξέρανε, και πως διδάσκανε και τους άλλους τους νέους ανθρώπους.
Τον Μακρυγιάννη .. το γκουβερνάντο που έλεγε κι αυτός … τι να τον κάνουν σου λέει πρέπει να του δώσουμε μια σύνταξη. Λέει αυτός, ρε παιδιά δώστε την σύνταξή μου στις χήρες των αγωνιστών και μη μου δίνετε εμένα, γιατί οι χήρες δεν έχουν άντρες να τις περιποιηθούν. Ενώ εγώ μπορώ να δουλέψω, να φυτέψω κάτι και να ζήσω την οικογένειά μου.
Για να τον τιμήσουνε τον κάναν αρχηγό της Αστυνομίας της Αθήνας. Αυτός ήταν υπεύθυνος για τις κλοπές κτλ.
Μια ημέρα, σ΄ ένα παζάρι ένα Σάββατο τον καλούνε, και του λέει, έλα πιάσαμε έναν κλέφτη.
Οι Βαυαροί κλείσαν τα Μοναστήρια όλα. Μεγάλη ιστορία ο Φαρμακίδης. Εσείς γλιτώσατε γιατί ήσασταν στον Τούρκο. Ο Τούρκος δεν σας τα πείραζε τα Μοναστήρια. Οι Βαυαροί, οι Γερμαναράδες, οι Προτεσταντάδες και οι Καθολικοί, ο Καθολικός ο Όθωνας..
Και επήγα πάλιν εις τους φίλους μου τους Αγίους. Άναψα τα καντήλια και ελιβάνισα λιβάνι αγιορείτικον. Και σκουπίζοντας τα δάκρυά μου τους είπα:
Δεν βλέπετε που θέλουν να κάμουν την Ελλάδα παλιόψαθα; Βοηθήστε, διότι μας παίρνουν, αυτοί οι μισοέλληνες και άθρησκοι, ό,τι πολυτίμητον τζιβαϊρικόν έχομεν. Φραγκεμένους μας θέλουν τα τσογλάνια…
Δεν χρειάζεται τίποτα να προσθέσει κανείς, ο πατέρας Θεόδωρος Ζήσης τα έφερε όλα στην επιφάνεια. Αυτοί οι Δυτικοί που προσκυνάμε είναι μια από τις πιο σοβαρές αιτίες της κακοδαιμονίας που μας κατατρέχει από την εποχή που το «άλλο κεφάλι», ο σουλτάνος έπαυσε να μας τυραγνάει.
Εις δόξα του δίκιου και μεγάλου Θεού ΚΥΡΙΕ ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΕ.
Εσύ, Κύριε, θα σώσεις αυτό το έθνος. Είμαστε …αμαρτωλοί, είσαι Θεός!
Ελέησέ μας, φώτισέ μας, ένωσέ μας και κίνησέ μας εναντίον του δόλου και της απάτης, της συστηματικής τυραγνίας της πατρίδος και θρησκείας.
Εις δόξαν σου, Κύριε, σηκώνεται απόψε η σημαία της λευτεριάς εναντίον της τυραγνίας! Πατριώτες! Πεθαίνω διά την πατρίδα, Στέκω εις τον όρκον μου τον πρώτον.
Δεν μπορώ, πατρίδα, να σε βλέπω τοιούτως και των σκοτωμένων τα παιδιά και οι γριγές να διακονεύουν και να τις βιάζουν διά κομμάτι ψωμί εις την τιμή τους οι απατεώνες της πατρίδος.
Γιομάτες οι φυλακές από αγωνιστές και στα σοκάκια σου διακονεύουν αυτοίνοι οι αγωνισταί, οπού χύσανε το αίμα τους διά να ξαναειπωθή «πατρίδα Ελλάς». Είτε ελευτερία κατά τους αγώνες μας και θυσίες μας, είτε θάνατος σ’ εμάς.
Πεθαίνω εγώ πρώτος απόψε. Έχετε γειά, πατριώτες, και εις την άλλη ζωή σμίγομε, εκεί οπούναι και οι άλλοι οι συναγωνισταί μας, εις τον κόρφον του αληθινού βασιλέως, του μεγάλου Θεού, του αληθινού. Πατρίδα, σ’ αφήνω ανήλικα παιδιά και γυναίκα αν τ’ αφήσουνε ζωντανά, τ’ αφήνω εις την προστασίαν σου.
Είναι γνωστό πως αν θέλεις να δοκιμάσεις την «Ορθοδοξία και Ορθοπραξία» κάποιου, ρώτησέ τον τι γνώμη έχει για τον ορθόδοξο μοναχισμό, για τα μοναστήρια και τους καλογέρους. Όποιος σέβεται τον μοναχισμό είναι Ορθόδοξος, όποιος τον διακωμωδεί ή κατηγορεί τους μοναχούς για ανθρωποφοβία ή δειλία, ουσιαστικά δεν είναι Ορθόδοξος Χριστιανός. (Το ίδιο ισχύει και για την Παλαιά Διαθήκη. Κι εδώ «σκοντάφτουν πολλοί, ιδίως οι νεοπαγανιστές).
Συζητώ πολλές φορές και με ανθρώπους που προβάλλουν με παρρησία την πίστη τους και πραγματικά θλίβομαι και εκπλήσσομαι, όταν τους ακούω να εκφράζουν υποτιμητική και περιφρονητική γνώμη για τους μοναχούς. Το επιχείρημα πίσω από το οποίο θωρακίζουν την βεβαιότητά τους είναι πως οι καλόγεροι είναι άνθρωποι δειλοί, που δεν αντέχουν τα φορτία και τα βάσανα της ζωής, ριψάσπιδες του βίου, που αναχωρούν για να περάσουν άνετα και ξεφρόντιστα. Τα μοναστήρια είναι γι’ αυτούς, στην καλύτερη περίπτωση, πολύτιμη «πολιτιστική κληρονομιά», που πρέπει να διατηρηθεί σαν ένα αρχαϊκό παρελθόν ή, στην χειρότερη περίπτωση, τόπος παιδιάς και ραστώνης, όπου βρίσκουν καταφυγή προβληματικές προσωπικότητες.
Η πρώτη κατηγορία, των εντός της Εκκλησίας, «ευσεβών» κατά τα άλλα, χριστιανών, επισκέπτονται το τάδε μοναστήρι, γιατί αυτό εντάσσεται στα ψυχοσωτήρια χριστιανικά τους καθήκοντα, αλλά πόσο οίκτο, πόση λύπηση νιώθουν για τα αξιοθρήνητα αυτά καλογεράκια, που άφησαν την… τεθλιμμένη και στενή οδό του ηδονόπληκτου αυτού κόσμου, για να ακολουθήσουν την ευρύχωρο και πλατιά οδό του ασκητισμού.