.
Γράφει ὁ Ἐλευθέριος Γ. Σκιαδᾶς*
ΕΙΝΑΙ σίγουρο πώς τό πάθημα τοῦ Ἀλβανοῦ Πρωθυπουργοῦ, κ. Ἔντι Ράμα, θά μείνει ἀλησμόνητο. Βάφτισε «Ἀρχιεπίσκοπο», καί μάλιστα «Ἀλβανό», τόν χριστιανό Γεώργιο Δούσμανη, πού δέν ἦταν κάν ἱερωμένος, ἀλλά προσέφερε φιλότιμα τίς ὑπηρεσίες του στούς Ἑνετούς ἐναντίον τῶν Τούρκων. Μά δέν ὑπῆρχε κάποιος νά τόν συμβουλεύσει;
Εἶναι δυνατόν ἕνας Πρωθυπουργός νά ἐξευτελίζεται δημοσίως ἐπικαλούμενος ἐξόφθαλμες ἀνακρίβειες; Προφανῶς εἶναι. Εὐτυχῶς πού δέν ζεῖ ὁ Βίκτωρ Δούσμανης (1862-1949) νά ἀνέβει στό «Κεφάλι Παναγιᾶς», τό πυροβολεῖο πού κατασκεύασε στήν Ἤπειρο, ἀποβλέποντας στήν ἀπελευθέρωση τῶν ἑλληνικῶν ἐδαφῶν.
Ἄν ἄνοιγε ἕνα σοβαρό ἀλβανικό ἐγκυκλοπαιδικό λεξικό, ὁ κ. Ράμα θά εὕρισκε πλούσιες πληροφορίες γιά τούς Αὐθέντες τοῦ Βροντζᾶ (Castello di Varozza), περιοχή τοῦ Κασσωπαίου ὄρους (μεταξύ Ἄρτης καί πεδιάδας τῆς Λάμαρης), ἐκεῖ ὅπου ἀργότερα ἀνεπτύχθη τό συγκρότημα τοῦ Σουλίου. Ἐξ αὐτῶν προῆλθε τό γένος Δούσμανη, ἐπώνυμο μέ τό ὁποῖο στήν πραγματικότητα τούς «φιλοδώρησαν» οἱ Τοῦρκοι, κατά τό ἔθος τῆς ἐποχῆς. Διότι δικαιολογημένα οἱ Τοῦρκοι τούς ἀποκαλοῦσαν düsman-lar (ντουσμανλάρ, ὅπως εἶναι ὁ πληθυντικός), δηλαδή «ἐχθρούς». Τό παρωνύμιο μετετράπη σέ ἐπώνυμο (Ντούμανης – Δούσμανης), ὅπως καί ἑκατοντάδες ἄλλα ἐπώνυμα στήν χώρα μας.