Είναι γνωστό ότι η γλώσσα συνδέεται άμεσα με την ιδεολογία. Οι έννοιες και ο τρόπος που αποτυπώνονται στη γλώσσα καθορίζονται από τα ιδεολογικά ρεύματα που κυριαρχούν, και αντίστροφα είναι εργαλείο που επηρεάζει την επικράτηση του ενός η του άλλου ιδεολογικού ρεύματος εντός μιας κοινωνίας. Επομένως οι λέξεις δεν είναι αθώες. Η στοχευμένη επιβολή μιας λέξης στο δημόσιο διάλογο, ή αντίστροφα ο στοχευμένος αποκλεισμός της χρήσης της έχει σαφή ιδεολογικά χαρακτηριστικά και, συνήθως, κίνητρα πολιτικής κυριαρχίας αυτών που την προωθούν.
Μια τέτοια λέξη είναι, κατ’ εξοχήν, η λέξη «λαθρομετανάστευση». Η τεράστια πίεση που έχει ασκηθεί για την εξάλειψη αυτής της λέξης από τη δημόσια συζήτηση εντάσσεται στο πλαίσιο της γενικότερης προσπάθειας επιβολής της ανοχής στην παράνομη μετανάστευση. Στο ίδιο πλαίσιο άλλωστε εντάσσεται και η καταχρηστική χρήση του όρου «πρόσφυγας» που διασφαλίζει διαφορετικό νομικό καθεστώς (και περισσότερη συμπάθεια) από τον όρο «μετανάστης» – έστω και αν μικρό ποσοστό των μεταναστών που δέχεται η Ελλάδα είναι πράγματι πρόσφυγες.
Ας ξεκινήσουμε από τα στοιχειώδη: η λέξη «λαθραίος» και τα παράγωγά της είναι απολύτως δόκιμη για την περιγραφή μιας δραστηριότητας που παραβιάζει τους νόμους: όπως το παράνομο εμπόριο ονομάζεται λαθρεμπόριο και το παράνομο κυνήγι ονομάζεται λαθροθηρία, έτσι και η παράνομη μετανάστευση ονομάζεται λαθρομετανάστευση. Το γνωστό σύνθημα «κανένας άνθρωπος δεν είναι λαθραίος» παραβλέπει ότι κατά τη νομοθεσία είναι «λαθραίοι» πολλών ειδών άνθρωποι – οι λαθρέμποροι, οι λαθροθήρες, οι λαθρεπιβάτες κλπ. Επομένως η ειδική ευαισθησία για τον όρο «λαθρομετανάστες» θα ήταν αστεία, αν δεν είχε τόσο φανατική υποστήριξη και τέτοιους πολιτικούς σκοπούς.