αναδημοσίευση από τον Βελισάριο
.
Πρόσφατες εξελίξεις γύρω από την Ελληνική και την Τουρκική πολεμική βιομηχανία τείνουν να οδηγήσουν σε επικίνδυνες παρεξηγήσεις και πάντως παντελώς άστοχα συμπεράσματα, τόσο στρατιωτικά όσο και πολιτικά. Συγκεκριμένα, οι ακυρώσεις ή ματαιώσεις πωλήσεων εξοπλισμού που η τουρκική πολεμική βιομηχανία είχε εξασφαλίσει ή στις οποίες προσέβλεπε, σε συνδυασμό με συμβάσεις που υπέγραψαν ελληνικές πολεμικές βιομηχανίες, τείνουν να δημιουργήσουν την εντύπωση περί «αντιστροφής» της συγκριτικής πορείας των δύο μερών: η, αναμφισβήτητα μεγαλύτερη, τουρκική πολεμική βιομηχανία «συρρικνώνεται» ενώ η, μικρή έστω, ελληνική βιομηχανία «απογειώνεται». Πρόκειται περί σοβαρής παραναγνώσεως της καταστάσεως, που οδηγεί σε λανθασμένα τεχνικά συμπεράσματα και σε πολύ σημαντικότερα πολιτικά λάθη.
Η ουσιώδης διαφορά μεταξύ της ελληνικής και της τουρκικής πολεμικής βιομηχανίας δεν έγκειται στο μέγεθός τους, όπως και αν κανείς το μετρήσει: αριθμό και μέγεθος βιομηχανιών, αριθμό και πολυπλοκότητα προϊόντων, όγκος πωλήσεων κ.λπ. Οι κρίσιμες και αλληλένδετες μεταξύ τους διαφορές έγκεινται στα εξής θεμελιώδη:
(α) η τουρκική πολεμική βιομηχανία, όπως και κάθε σοβαρή αμυντική (και όχι μόνον) εθνική βιομηχανία διεθνώς, αποτελεί ένα ολοκληρωμένο σύστημα που κατευθύνεται και υποστηρίζεται από το κράτος μέσω ολοκληρωμένης βιομηχανικής πολιτικής. Στην Ελλάδα δεν απουσιάζει απλώς ένα τέτοιο σύστημα και μία τέτοια πολιτική, αλλά αγνοείται ο ίδιος ο λόγος ύπαρξής του. Αντιθέτως, επικρατεί μία κωμικοτραγική απορία γιατί «δεν μπορούμε να αναπτύξουμε κάποιο σύστημα ενώ έχουμε «τόσο καλά μυαλά»;» (;!).