ἀλλὰ τὸ ἐναντίον οὐδὲ τὸ παράπαν δέη πάντα
ἀποδοῦναι οἷον ἐστί ὅ εἰκάζει, εἰ µέλλει εἰκὼν εἶναι.
[Πλάτωνος «Κρατύλος»]
Από την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου, μεταφέρονται έργα τέχνης από την Αθήνα και άλλες πόλεις της αυτοκρατορίας στη Νέα Ρώμη, για να κοσμήσουν πλατείες και άλλους δημόσιους ή ιδιωτικούς χώρους, φέρνοντας την πλατιά μάζα σε επαφή με την αρχαία τέχνη. Η εξοικείωση της ρωμαϊκής κοινωνίας με την καλλιτεχνική έκφραση του ελληνικού πνεύματος θα συνεχίσει αλλά και θα επαναπροσδιορίσει την κλασική αντίληψη της τέχνης ως «μίμηση», μέσα σε μια καθαρή πλέον υπερβατικότητα. Μια τέχνη που κατά τον Αριστοτέλη μιμείται τη φύση σε τέτοιον βαθμό, ώστε «αν τα φυσικά πράγματα δεν είχαν παραχθεί μονάχα από τη φύση, αλλά και από την τέχνη, τότε θα παράγονταν από την τέχνη με τον ίδιο τρόπο που παράγονται από τη φύση (Φυσικά, 199α)».
Η προσήλωση στην αρχαιότητα θα επαναφέρει στο προσκήνιο την ιδέα του κάλλους, προσαρμοσμένη στα νέα αισθητικά κριτήρια. Αυτό που ο Πλωτίνος θεωρεί ως «την παρουσία του ασώματου φωτός, που δεσπόζει πάνω στη σκοτεινή ύλη» δεν αποτελεί παρά μια ελαφριά μετατόπιση από την αρχαία θεώρηση του σύμπαντος που αντιδιαστέλλει την τάξη με την αταξία. Εκφράζοντας την αδιάρρηκτη ενότητα του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας, η διαλεκτική σχέση που θα αναπτυχθεί με την αρχαία παράδοση θα γεφυρώσει τη μίμηση με τη θρησκευτικότητα, καθορίζοντας το πεδίο και τη μορφή της εκκλησιαστικής τέχνης, μέσα στα όρια της «κοσμιότητας, του μέτρου και του πνευματικού κάλλους».