Στο πάνθεον των ηρώων του Έθνους, στην περίοδο του 20ού αιώνα (και όχι μόνο) περιλαμβάνεται ασφαλώς ο Τέλλος Άγρας, ψευδώνυμο του παλικαριού από τους Γαργαλιάνους Ηλείας που αποφοίτησε από τη Σχολή Ευελπίδων, το 1901, ως ανθυπολοχαγός με το όνομα Τέλλης (Σαράντης) Αγαπηνός.
Τοποθετημένος στη Φρουρά Αθηνών σε ηλικία 21 ετών ένιωθε ασφυξία, ενώ επληροφορείτο τους αγώνες για τη Μακεδονία. Και ζήτησε παρακλητικά το «μεγάλο ρουσφέτι» από τον τότε διάδοχο Κωνσταντίνο, να τον βοηθήσει να μετατεθεί στα σύνορα.
Το αίτημα του ικανοποιήθηκε και ο Αγαπηνός βρέθηκε στον Τύρναβο. Εκεί η βοή των θηριωδιών των Βουλγάρων έφθανε ισχυρότερη και ο Αγαπηνός αντελήφθη ότι το καθήκον του προς την πατρίδα ήταν να περάσει στη Μακεδονία, όπου διεξήγετο ο αγώνας για την αντιμετώπιση των κομιτατζήδων της Βουλγαρίας που επεδίωκαν τον εκβουλγαρισμό της ελληνικής αυτής περιοχής, που βρισκόταν υπό τουρκική κατοχή. Αν και νέος, ο Αγαπηνός πέτυχε να τοποθετηθεί αρχηγός αντάρτικου Σώματος που προετοίμασε για τον αγώνα ο Κωνσταντίνος Μαζαράκης-Αινιάν.
Το Σεπτέμβριο του 1906 το αντάρτικο Σώμα του Άγρα, που το αποτελούσαν 12 εύζωνοι, δύο ντόπιοι (Κάρτας και Χότζας) από το Βλάδοβο, ως οδηγοί και ο λοχίας Τυλιγάδης ως υπαρχηγός του Άγρα οδηγήθηκαν στη λίμνη των Γιαννιτσών. Ο Βάλτος ήταν εκείνη την εποχή το επίκεντρο του Μακεδονικού Αγώνα γιατί εκεί είχαν βρει καταφύγιο οι Βούλγαροι κομιτατζήδες που είχαν κάνει κατοχή σε μερικές καλύβες ψαράδων, ιδιαίτερα στα δυτικά και αργότερα κατασκεύασαν και άλλες δικές τους. Από αυτό το ασφαλές ορμητήριο δυνάστευαν τα γύρω χωριά του κάμπου και έλεγχαν τους δρόμους.
Όταν έφτασε ο Άγρας στάθηκε στις μικρές καλύβες στα δυτικά της λίμνης. Ορμητικός και ριψοκίνδυνος όπως ήταν, άνοιγε μέσα στις καλαμιές της λίμνης δρόμους για τα μονόξυλα που οδηγούσαν κοντά στις εχθρικές καλύβες και έτσι έφθασε να πιάσει το παλιό πάτωμα της Κούγκας, που την οχύρωσε και τη χρησιμοποίησε για ορμητήριο του.