.
Γράφει ὁ Ἄγγελος Καλογερόπουλος
.
«Μὰ πότε μπῆκε τὸ νερὸ μέσα;»
Σ’ ἕνα καφενεῖο τῆς Ἀθήνας -ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰ.- οἱ πελάτες εἶναι ἀποκλεισμένοι ἀπὸ τὴν ἀσταμάτητη βροχή. Ὡστόσο στὸ καφενεῖο κάποιοι συνεχίζουν νὰ παίζουν τάβλι, ἄλλοι πρέφα, δυὸ γέροντες παίζουν τὸ «μεγάλο μπεζίκι μὲ 256 φύλλα», κι ἀπὸ δίπλα ἕνας ἄλλος γέρος κρατάει συνεχῶς μιὰν ἐφημερίδα καὶ τὸν παίρνει κάθε λίγο ὁ ὕπνος.
Ἡ βροχὴ δυναμώνει. Τὸ νερὸ μπαίνει ἀπὸ παντοῦ. Ἀλλὰ οἱ παῖκτες συνεχίζουν ἀπτόητοι κι ὁ γέρος μὲ τὴν ἐφημερίδα του συνεχίζει τὸν ὕπνο του.
Δὲν ἄργησαν βέβαια νὰ ἐμφανιστοῦν καὶ ὅσοι «ἔκαμναν κουμάντο», καθὼς τὸ συνηθίζουν οἱ Νεοέλληνες, νὰ δίνουν δηλαδὴ ὁδηγίες γιὰ τὸ πῶς θὰ φύγουν τὰ νερὰ ἐνῶ τὸ μόνο ποὺ κατάφερναν ἦταν νὰ ἐμποδίζουν τὸ ἔργο τῶν ὑπαλλήλων. Καὶ φυσικὰ δὲν ἔλειψαν καὶ οἱ αὐτόκλητοι πραγματογνώμονες ποὺ ἀποφαίνονταν γιὰ τὴν αἰτία τῆς πλημμύρας. Τέλος, ἡ βροχὴ σταμάτησε, οἱ ὑπάλληλοι τοῦ καφενείου ἔριχναν πριονίδι, οἱ παῖκτες ἔμεναν τώρα σιωπηλοὶ κι ὁ γέρος –κρατώντας πάντα ἀνοιχτὴ ταὴν ἐφημερίδα του, διψοῦσε γιὰ πληροφόρηση φαίνεται- ξύπνησε μὲ τὴν ἀπορία:
Αὐτὸ εἶναι ἕνα… μικρὸ διήγημα τοῦ Παπαδιαμάντη -ὁ Θεὸς νὰ τὸ κάνει διήγημα, πρόκειται μᾶλλον γιὰ μιὰ ἐκτενὴ γελοιογραφία- ποὺ δημοσιεύτηκε τὸ 1906 μὲ τὸν τίτλο «Τὸ θαλάσσωμα». Τὸ διαβάζει κανεὶς σήμερα καὶ τὸ βρίσκει ἐξόχως προφητικό.