Παύλος Νιρβάνας, Χριστός Ανέστη, Νέα Εστία, τεύχος 104, 15 Απριλίου 1931, σελ. 397-398.
Κάποτε -ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια- ποὺ μοὔτυχε νὰ κάνω Ἀνάσταση σὲ κάποιο ὀρεινὸ χωριὸ τῆς Ρούμελης, ἕνας γέρος χωριάτης, ὑψώνοντας τὴ λαμπριάτικη λαμπάδα του, σὰ χαιρετισμό, πρὸς τ᾿ ἀναστάσιμα ἄστρα, μοῦ εἶπε σὰ νὰ μιλοῦσε μὲ τὸν ἑαυτό του:
-Ἡμέρεψαν ἀπόψε, παιδί μου, τὰ Οὐράνια.
Στὰ δυὸ αὐτὰ λόγια ὁ ἀθῶος χωριάτης εἶχε κλείσει, ἐπιγραμματικά, τὸ βαθύτερο νόημα τοῦ χριστιανικοῦ θαύματος. «Ἡμέρεψαν τὰ Οὐράνια». Ὁ οὐρανός, χωρὶς τὸ μεγάλο χριστιανικὸ θαῦμα, θὰ ἐξακολουθοῦσε νὰ εἶναι γιὰ τὴν περίφοβη ψυχὴ τοῦ ἁπλοϊκοῦ ἀνθρώπου -γιὰ κάθε ἀνθρώπινη ψυχὴ- τὸ κατοικητήριο ἑνὸς Θεοῦ τρομεροῦ, δικαιοκρίτη χωρὶς ἐπιείκεια καὶ τιμωροῦ χωρὶς ἔλεος.