.
Ὅσον κι᾿ ἄν τὸ ἀπευχόμασταν, καίρια πάλι ἐκ τῶν πραγμάτων τὰ ἐρωτήματα γιὰ κάποιους ἐκπροσώπους μας εἰς τὴν σύνοδο τῆς Κρήτης:
Πόση πεποίθηση ἔχουν, ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ μοναδικὴ δυνατότης διαπιστώσιμης ἀνάδειξης τοῦ ἀνθρώπου σὲ μέτοχο ἀκτίστων ἐνεργειῶν;
Πόσο εἶναι βέβαιοι, ὅτι ἡ αἵρεση, ἡ ἀλλοίωση τῆς ἀποκάλυψης, ἀντικαθιστῶντας τὸν ἀληθινὸ μὲ ψεύτικο Θεό, κόβει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ῥίζα τῆς αἰώνιας ζωῆς, ἀφοῦ ὁ ψευτόθεος ἀδυνατεῖ νὰ δώσει ἀκόμη καὶ φθαρτὴ ζωή στὸν ἑαυτό του; Ὅτι γι᾿ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία συγκαλεῖ Οἰκουμενικὲς Συνόδους, γιὰ διαφύλαξη ἀπὸ τὸν θανασιμότερο πνευματικὸ κίνδυνο;
Τι ἔχουν νὰ ποῦν ἄλλο μὲ τοὺς αὐτόθεους-θεοὺς τοῦ θεοῦ τους -ποὺ ἀποδίδουν στὸν Θεὸ ἀνυπαρξία, γιὰ τὴν ὕπαρξη ποὺ ἔλαβαν;
Τὸ «μετὰ πρώτην καὶ δευτέραν νουθεσίαν» δὲν ἰσχύει γι᾿ αὐτοὺς, ποὺ ἐμμένουν ἀμετάβλητοι στὴ πλάνη τους; Ἄν, ὅπως τόσοι ἁπλοὶ πιστοί, προσέρχονταν ἀπροκατάληπτοι, δὲν θὰ ἀξιώνονταν συνάντηση μὲ Ὀρθοδόξους ῥιζωμένους στὴν Ἀνάσταση, νὰ καταλάβουν πῶς ἡ αἰωνιότητα μέσα στὸν χρόνο, γιὰ νὰ ἀλλάξουν καὶ νὰ βαπτιστοῦν;
Δὲν ἐνεργεῖ σὲ ἐμᾶς τὸ Πνεῦμα ποὺ ζωοποιεῖ, καὶ ὄχι τὸ γράμμα ποὺ σκοτώνει;
Καταθέτουμε χαρὰ ἀφθαρσίας καὶ πλησμονὴ ζωῆς σὲ ὅσους στραγγίζει ἡ ἀπόγνωση ποὺ γεννάει ἡ κίβδηλη γνώση, ἤ ἀντιτάσσουμε γράμμα μὲ τὸ γράμμα, ὑποβιβάζοντας τὴ Θεολογία ἀπὸ ἐξ Ἀποκαλύψεως γνωριμία μὲ τὸ Ἄκτιστο, σὲ ἐπιστήμη τοῦ κτιστοῦ, χωρὶς τὸν Κτίστη; Χωρὶς νερὸ ποὺ ξεδιψάει τὴν ἀθανασία μας καὶ τὴν δική τους;