του Δημοσθένη Βουτυρά (1879-1958)
.
Σε κάθε χτύπημα που τούδινε ο άνεμος σα να ζητούσε να το γκρεμίσει, το παλιόσπιτο έτρεμε, όπως κι εμείς μαζεμένοι εκεί μέσα.
Είχαμε φράξει, όσο μπορούσαμε, τις διάφορες τρύπες. Στα σπασμένα τζάμια του παραθύρου είχε κολλήσει ο Παδούλης χοντρό χαρτί μπλε, αλλ΄ απ΄ τις σχισμάδες της μισοσπασμένης πόρτας ενιώθαμε την παγωμένη πνοή του θηρίου που μούγκριζε έξω, να μας έρχεται. Μα ήταν αδύνατο να ζεσταθεί κείνη η κάμαρα!… Κάμαρα!…
Ένα είδος σταύλου μακρόστενου, με χώμα κάτω, αντί για σανίδια, ένα χώμα μαύρο, μαύρο και σχεδόν πάντα υγρό. Ένα παράθυρο είχε, και αυτό στην αυλή έβλεπε, στην αυλήν τη γεμάτη από σωρούς πετρών τετράγωνων, μαυρισμένων και από ξύλα παλιά. Προς το δρόμο υπήρχε και άλλο δωμάτιο, λίγο καλύτερο απ΄ αυτό• αλλ΄ ο κύριος του σπιτιού έβαζε παλιοσίδερα και διάφορα άλλα παλιοπράγματα.
Κανείς δεν είχε όρεξη για ομιλίες. Μέναμε σιωπηλοί σε κείνο το παγωμένο δωμάτιο που σα νάταν η φωλιά του βοριά και να του την είχαμε μεις πάρει, ακουγόταν αυτός απ΄ έξω να χτυπά, να φωνάζει, να ουρλιάζει άγριος, σα να ζητούσε να μπει μέσα να μας διώξει.
Ο Παδούλης καθότανε κάτω, πάνω σ’ ένα ρούχο, και κοντά στη φωτιά που είχαμε ανάψει από ξύλα του σπιτονοικοκύρη μας, απ’ εκείνα, που είχε στην αυλή, και κοίταζε τη φλόγα σκεπτικός.
Απάνω-κάτω ήξερα τι σκεπτόταν. Τον είχα ακούσει να λέει πρωτύτερα: