«Για χάν’ μ’ είχαν χτίσει
μα ο γιος τ’ Αντρούτσου
μ’ έκανε της δόξας ρημοκκλήσι«
ΜΕΤΑ την άτυχη έκβαση της μάχης στην Αλαμάνα, στις 23 Απριλίου 1821, οι Έλληνες υποχώρησαν μπροστά στον τεράστιο όγκο των Τουρκαλβανών και «φοβισμένοι σκόρπισαν στους λόγκους» όπως λέει ο ποιητής.
Οι επαναστάτες με την απώλεια και τη μαρτυρική θυσία του αρχηγού τους, Θανάση Διάκου, βρίσκονταν σε δύσκολη θέση.
Ο Δυοβουνιώτης και ο Πανουργιάς με τους άντρες τους συγκεντρώθηκαν στο στενό της Γραβιάς, που σχηματίζεται από τον Παρνασσό και την Γκιώνα, σαν έμαθαν ότι οι Τούρκοι θα περνούσαν από κει για τα Σάλωνα-Άμφισσα – κι από τη Σκάλα -σημερινή Ιτέα- θα διαπεραιώνονταν με καράβια στον Μοριά. Από κατασκόπους έμαθαν πως ο Ομέρ Βρυώνης θα καθάριζε το πέρασμα για τα Σάλωνα, ενώ ο Κιοσέ Μεχμέτ (Σπανο-Μεμέτης), θα έμενε στη Λοκρίδα για λίγο για να φυλάξει τις πλάτες του Βρυώνη. Έτσι αποφάσισαν να χτυπήσουν την κολόνα του Ομέρ Βρυώνη που θα πήγαινε στα Σάλωνα.
Διάλεξαν το στενό της Γραβιάς γιατί από εκεί περνά ο μοναδικός δρόμος για τα Σάλωνα. Η Γραβιά τότε δεν ήταν χτισμένη. Υπήρχε μονάχα ένα χάνι για να διανυκτερεύουν οι στρατοκόποι και οι αγωγιάτες που πήγαιναν για τα Σάλωνα, ή από τα Σάλωνα για Υπάτη – Πατρατζίκι τότε.