.
6 Ἰουνίου 1907
Χτές καθούμενος μπροστά στήν Ἁγιά Σοφιά καί περιμένοντας νά μ’ ἀφήσῃ νά μπῶ μέσα ὁ Ὑπουργὸς τῆς Ἀστυνομίας πού πῆγε νά τόν εὕρῃ ὁ καβάσης συλλογίσθηκα καί ἔγραψα στό σημειωματάρι μου· «Ἡ ἱστορία τῆς φυλῆς μου, πού εἶνε μἐσα μου, δὲν μπορεῖ νά καταχτήσῃ ὅλη μου τὴν ψυχή. Πάντα μοῦ μένει κάποια διάθεση καί γιά ἄλλα. Δέ μοῦ φτάνει ἡ ἱστορία μου· δὲν μπορεῖ νά μέ γεμίσῃ ὅλον.»
Ἔπειτα ἦρθε ἕνας ἀστυνόμος Τοῦρκος καί μᾶς παρακολούθησε καί μπήκαμε μέ τήν ἄδειά του ̶ μεῖς πού, τετρακόσια χρόνια πρίν, μπαίναμε ὅποταν καί ὅπως θέλαµε ̶ µπήκαμε στήν Ἁγιά Σοφιά, γιά προσκύνημα. Δέν ἤµουν πολύ πλούσιος χτές, ὅμως ἦταν ἀρκετά μαλακή ἡ διάθεσή μου ἄν καί ὄχι ταραγμένη. Αἰσθάνουμουν πώς ἦταν fatalement [=αναπόφευκτα] δική μας ἡ Ἁγια Σοφιά, ἔχει μπῆ στό αἶμα μας, γενεές τώρα.
Ὁ χότζας μέ εἶδε πού εἶχα τὰ χέρια μου πίσω καί εἶπε τοῦ καβάση νά μέ πῇ πώς δὲν ἔχω ἀρκετὁ σέβας γιά τό τζαμί. Ἕνας νέος πού ἦταν μαζύ μας δέ βάσταξε καί εἶπε·«Μεῖς πού ἦταν δική μας ἡ Ἁγιά Σοφιά δέν ἔχουμε σέβας γι’ αὐτήν;». Κύτταζα τόν τροῦλλο, κύτταζα τίς καμάρες, τίς κολόνες, τό φῶς, τίς γραμμές. Ἀνέβηκα στό γυναικωνίτη.
Ἀνεβαίνοντας πλάγι στόν ἀστυνόμο εἶχα τὸ κεφάλι κατεβασμένο καί ἔλεγα μέσα μου καθώς περπατοῦσα· «Εἶνε πέντ’ ἕξη αὐτοί πού μᾶς ἀκολουθοῦν, χοτζάδες καί ἀστυνόμοι καί ὁ καβάσης μαζύ πού εἶνε κι αὐτός Μωαμεθανός. Εἴμαστε τέσσερεις. Ἄv σ’ αὐτό τό στενὸ καί σκοτεινόν ἀνήφορο θελήσουν νά μᾶς πνίξουν, ἀφοῦ μάλιστα-ἔκλεισαν καί τίς πόρτες πίσω καί ἀφοῦ εἶνε κάτω κι ἄλλοι χοτζάδες μέσα στό τζαμί πού μποροῦν νά βοηθήσουν —ἄν θελήσουν νά μᾶς πνίξουν θά µπορέσουν.