.
Ο Καραϊσκάκης πού βρισκόταν στήν Ελευσίνα, μόλις έλαβε τήν είδηση τής κατάληψης τών Αθηνών από τίς δυνάμεις τού Κιουταχή αποφάσισε νά δράσει.
Παρά τήν αντίθετη γνώμη τού Φαβιέρου, ο οποίος τελικά περισσότερο εμπόδιζε παρά βοηθούσε τόν Καραϊσκάκη στίς επιχειρήσεις του, ο ελληνικός στρατός κινήθηκε πρός τό Χαϊδάρι. Εκεί οι στρατιώτες έριξαν μία ομοβροντία μέ τά όπλα τους γιά νά κάνουν γνωστή τήν άφιξή τους τόσο στούς πολιορκημένους όσο καί στόν ίδιο τόν Τούρκο σερασκιέρη.
Ο Καραϊσκάκης προτιμούσε νά δεχτεί επίθεση παρά νά πραγματοποιήσει ο ίδιος επίθεση στό στρατόπεδο τού Κιουταχή, αφού απέφευγε σάν τόν Κολοκοτρώνη νά εκθέτει τούς άνδρες του στόν κίνδυνο, γιά νά μήν τούς προκαλεί απώλειες.
Ο ελληνικός στρατός ανερχόταν σέ 3000 ενόπλους καί είχε νά αντιμετωπίσει 20000 τουρκικό ασκέρι εφοδιασμένο μέ κανόνια καί ισχυρό ιππικό.Ο «Σταυραετός τής Ρούμελης» πολύ σωστά υπολόγισε ότι ο Κιουταχής θά έστελνε χωρίς καθυστέρηση τό ιππικό του γιά νά διώξει τίς ενισχύσεις τών Ελλήνων. Έτσι έδωσε εντολή στά παλληκάρια του νά φτιάξουν ταμπούρια σέ ορεινές θέσεις καί νά οχυρωθούν εκεί. Οι Νικόλαος Κριεζώτης, Στέφος Σέρβος, Κατσαρός καί Χριστόφορος Περραιβός βρίσκονταν στά αριστερά τής ελληνικής παράταξης καί ο Γεώργιος Χελιώτης στά δεξιά. Ο Φαβιέρος μέ τούς στρατιώτες του στρατοπέδευσαν σέ πιό ομαλό έδαφος χωρίς νά σκάψουν χαρακώματα
Τό πρωΐ τής 6ης Αυγούστου 1826 ξεπρόβαλλε μέσα από τόν ελαιώνα περίπολος τού τουρκικού ιππικού, τήν οποία υποδέχτηκαν οι Έλληνες μέ καταιγισμό πυρών. Η περίπολος επέστρεψε γιά νά αναφέρει τίς θέσεις τού εχθρού καί ύστερα από μία ώρα ολόκληρο τό τουρκικό ιππικό κατέπεσε κατά τών Ελλήνων. Οι Έλληνες έμειναν ακλόνητοι στίς θέσεις τους, καταφέροντας μεγάλες απώλειες στούς Τούρκους ντελήδες (ιππείς).