άρθρο του αντ/γου ε.α. Νικόλαου Κολόμβα,
επίτιμου διοικητή Γ΄ Σ. Στρατού,
πτυχιούχου Νομικής Α.Π.Θ.
.
«Μισολόγγι: Χαρά της ιστορίας, Γη επαγγελμένη.
Πάνε εκατό χρόνια κι ας πάνε.
Η θύμηση άχρονη μπροστά σου θα γονατίζη».
Σ’ αυτούς τους λίγους, αλλά τόσο μεστούς στίχους από το ποίημά του «Η Δόξα στο Μεσολόγγι» (σ.1), ο Μεσολογγίτης Εθνικός μας ποιητής Κωστής Παλαμάς έκλεισε όλο το μεγαλείο της θρυλικής εποποιίας του Μεσολογγίου.
Και τα μεν ανυπέρβλητα πολεμικά κατορθώματα των ανδρείων υπερασπιστών του εξήρθησαν ιδιαίτερα από τους ιστοριογράφους, υμνήθηκαν διθυραμβικά από τους ποιητές και χιλιοτραγουδήθηκαν από τη λαϊκή μούσα.
Η τραγική, όμως, μοίρα των αμάχων, και ιδίως το παρατεταμένο και απερίγραπτο δράμα των γυναικοπαίδων, αν και δεν υπολείφτηκαν σε υπέρτατες θυσίες και δεν υστέρησαν σε απαράμιλλους ηρωισμούς, δεν δικαιώθηκε ανάλογα.
Προκειμένου να μας δοθεί η δυνατότητα να διεξέλθουμε, έστω σε αδρές γραμμές, το τεράστιο και ανεξάντλητο, αλλά και σε πολλές περιπτώσεις ανεξιχνίαστο, θέμα της τύχης τους, θα περιοριστούμε σε περίληψη των εκτυλιχθέντων πολεμικών γεγονότων της τελευταίας πολιορκίας.
Περίληψη Προηγηθέντων
Στα μέσα Απριλίου του 1825 καταφθάνουν και πολιορκούν το Μεσολόγγι, για τρίτη (σ.2) φορά, αμέτρητα ασκέρια Τούρκων και Αλβανών, που έμοιαζαν, κατά τον Κώστα Κρυστάλλη (σ.3), «σαν μαύρα σύννεφα βαριά που σβήνουνε τ’ αστέρια», για να καθυποτάξουν αυτούς, που σύμφωνα με τον Σπυρίδωνα Τρικούπη (σ.4), «όταν το παν έκλινεν το γόνυ, ήσαν οι μόνοι οι οποίοι ήραν ακλινή την κεφαλήν».
Πίσω από τ’ αδύνατα τείχη της πόλης βρισκόταν η δύναμη της Φρουράς, από 4.000 περίπου άνδρες. Ήταν μεσολογγίτες, ρουμελιώτες, ηπειροσουλιώτες, θεσσαλοί, μακεδόνες, καθώς και 6.000 περίπου γυναικόπαιδα.