ΠΑΠΑΣ ΚΑΙ ΠΑΠΙΣΜΟΣ
κατὰ τὸν Γέροντα Ἰουστῖνο Πόποβιτς
Νὰ εἶστε ἕτοιμοι εἰς μαρτύριον διὰ τὸν Χριστὸν ἐκ μέρους τῆς Λευκῆς Δαιμονίας (= Εὐρώπης).
Ὁ πατὴρ Ἰουστῖνος Πόποβιτς, γεννήθηκε τὸ 1894. Τὸ 1916, σὲ ἡλικία 22 ἐτῶν, ἔλαβε τὸ Μοναχικὸ Σχῆμα. Σπούδασε τὴν Θεολογία στὴν Σερβία καὶ στὴν Ρωσία καὶ ἀνεκηρύχθη διδάκτωρ τῆς Θεολογίας ἀπὸ τὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν τὸ 1926. Τὸ 1935 ἐξελέγη ὑφηγητὴς καὶ ἀργότερα καθηγητὴς τῆς Δογματικῆς στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Βελιγραδίου, ὅπου παρέμεινε μέχρι τὸ 1945, ὅταν τὸ κομμουνιστικὸ καθεστὼς τὸν ἐξεδίωξε. Ἔκτοτε καὶ μέχρι τοῦ θανάτου του (1979), ἀποσύρθηκε ὡς πνευματικὸς στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἀρχαγγέλων στὸ Τσέλιε, ὅπου συνέχισε τὸ πνευματικὸ καὶ συγγραφικό του ἔργο, ἀποτελώντας, ὅπως λέγει ὁ Καθηγητὴς Ἰωάννης Καρμίρης, τὴν «κεκρυμμένην συνείδησιν τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ τῆς μαρτυρικῆς Ὀρθοδοξίας ἐν γένει»1. Ὅπως ἐπισημαίνει χαρακτηριστικὰ ὁ πατὴρ Θεόκλητος Διονυσιάτης παρουσιάζοντας ἕνα ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ Γέροντος Ἰουστίνου, «πρέπει νὰ ἴδωμεν τὸν π. Ἰουστῖνον ὄχι ὡς δογματικὸν διδάσκαλον μόνον, ἀλλὰ καὶ ὡς ὅσιον καὶ ὡς προφήτην, διότι ζῆ μέσα εἰς τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ τὴν τραγωδίαν τῶν ἀνθρώπων, πρὸς τοὺς ὁποίους ἐξαγγέλει τὴν μοναδικότητα τοῦ Θεανθρώπου, τὴν μοναδικότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἐκτροπὴν τοῦ Εὐρωπαίου ἀνθρώπου ἀπὸ τῆς Ἀληθείας… Ὅ,τι ἁρνεῖται ὁ π. Ἰουστῖνος, τὸ ἁρνεῖται μὲ θετικὸν τρόπον, διότι πιστεύει ἀκραδάντως, ὅτι ἡ Ἐκκλησία κατέχει ἐντὸς της τὴν δυνατότητα ἱκανοποιήσεως ὅλων τῶν αἰτημάτων τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῶν ἐφέσεών του καὶ μάλιστα εἰς ἀσυγκρίτως μεγαλύτερον βαθμόν, ἀπ’ ὅ,τι αὐτὸς δύναται νὰ ἐπιθυμήσῃ»2.