.
Μεταξύ των παραγόντων που επιδρούν στην απόδοση ενός στρατεύματος συγκαταλέγονται το ηθικό των πολεμιστών, ο εξοπλισμός τους, η πολεμική τακτική και, σε ανώτερο επίπεδο, η επιλεγείσα στρατηγική. Σε αυτούς αναμφισβήτητα προστίθεται η στρατιωτική εκπαίδευση. Ο βαθμός ρεαλισμού της εκπαίδευσης, η διάρκεια και η έντασή της αποτελούν θεμελιακούς λίθους για τη βέλτιστη προετοιμασία των μαχητών. Συνδέεται άρρηκτα με την τακτική και την επιτυχία κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις, καθώς οι στρατιώτες καλούνται να πολεμήσουν κατά τον τρόπο που εκπαιδεύτηκαν, ειδάλλως η μεν εκπαίδευση αποτυγχάνει ως προς το σκοπό της, η δε μαχητική ικανότητα του στρατεύματος τίθεται σε αμφισβήτηση πριν καν αυτό εισέλθει στη μάχη (σ.1).
Οι Βυζαντινοί, κληρονόμοι και συνεχιστές της ρωμαϊκής στρατιωτικής παράδοσης, ασχολήθηκαν με ζητήματα στρατιωτικής εκπαίδευσης. Αδιάψευστο μάρτυρα αποτελούν τα εγχειρίδια περί τακτικής και πολιορκητικής που έχουν διασωθεί, τα οποία προορίζονταν για την θεωρητική εκπαίδευση και κατάρτιση των βυζαντινών αξιωματούχων (σ.2). Συνήθως, ακολουθώντας την ελληνορωμαϊκή παράδοση, αυτά περιελάμβαναν στην ύλη τους ειδικότερες οδηγίες για την εξάσκηση των στρατευμάτων (σ.3). Αν και σημαντικό ζήτημα, η εκπαίδευση του βυζαντινού στρατού δεν έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον των ερευνητών, με εξαίρεση ένα μικρό αριθμό εξειδικευμένων μελετών, οι οποίες επικεντρώνονται στη μέση βυζαντινή περίοδο, για την οποία οι πληροφορίες είναι σχετικά επαρκείς (σ.4).
Για την ύστερη περίοδο, στην οποία θα αναφερθούμε, δεν διαθέτουμε στοιχεία αντλούμενα από στρατιωτικά εγχειρίδια σχετικά με την θεωρητική ή πρακτική εκπαίδευση του βυζαντινού στρατού, καθώς είτε δεν εγράφησαν είτε δεν σώζονται παρόμοια κείμενα (σ.5).
Παρά ταύτα, συγκεντρώνοντας στοιχεία από τις ιστορικές πηγές και κυρίως από κείμενα, όπως επιστολές, εγκωμιαστικούς λόγους, φιλοσοφικές και συμβουλευτικές πραγματείες, έχουμε τη δυνατότητα να σχηματίσουμε μία ικανοποιητική εικόνα των μεθόδων εξάσκησης των στρατιωτών. Συγκεκριμένα, για τον 13ο-14ο αιώνα, πληθώρα στοιχείων αντλούμε από τα ιστορικά έργα των Γεωργίου Παχυμέρη, Νικηφόρου Γρηγορά και Ιωάννη Καντακουζηνού (1347-1354), ενώ λιγότερο χρήσιμη αποδεικνύεται η Χρονική Συγγραφή του Γεωργίου Ακροπολίτη.