.
Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 1849.
Ο νεκροθάφτης ρίχνει την πρώτη φτυαριά χώμα στο άψυχο κορμί και λιποθυμάει αναλογιζόμενος ποιος είναι ο νεκρός.
Είναι ο πατριδοφύλακας, είναι ο γενναίος των γενναίων, είναι ο Τουρκοφάγος, είναι ο ήρωας Νικήτας Σταματελόπουλος.
Αυτός που εξόντωσε με στρατό 600 παλικαριών, τους 6000 Τούρκους του Κεχαγιάμπεη, αυτός που έσπασε 7 σπαθιά στην υπεράνθρωπη προσπάθειά του στα Δερβενάκια, αυτός που μέχρι το τέλος του Αγώνα ήταν στην πρώτη γραμμή, δίπλα στον θείο του, τον Γέρο του Μωριά, αυτός ο Νικηταράς τώρα έχει τα μάτια κλειστά. Αυτός ο Νικηταράς σίγησε για πάντα.
Πρότυπο παλικαριάς και αρετής. Άνδρας απλός, άκακος, ειλικρινής και τίμιος. Ενώ είχε τρόπους να πλουτίσει όπως και άλλοι οπλαρχηγοί, ο Νικηταράς καταφρόνησε τα λάφυρα. Απέκτησε όμως πλούτο και θησαυρό ανεξάντλητο και πολυτιμότερο, την υπόληψη και τον σεβασμό όλου του Πανελληνίου.
Η πατρίδα όμως δεν ξέρει να τιμάει τα παιδιά της.
Τον Δεκέμβριο του 1839 το οθωνικό κράτος φυλάκισε τον Νικηταρά με την κατηγορία της συνωμοσίας κατά του θρόνου…
Όταν αποφυλακίστηκε, ένα χρόνο αργότερα, και τον αντίκρισε η πολυαγαπημένη του κόρη δεν άντεξε και έχασε τα λογικά της.
Το χιλιοταλαιπωρημένο του κορμί, το βασανισμένο του πρόσωπο, τα θολά πλέον, πρώην γερακίσια μάτια του, εκείνη η περήφανη φουστανέλα, η γεμάτη από το πολύτιμο αίμα του, καθώς κι εκείνο το άλλοτε λευκό πουκάμισο, το καταματωμένο τώρα, έκαναν να σαλέψουν τα λογικά της.
Φωνάζοντας σπαραχτικά: «Τι ωραία που σου πάνε τα κόκκινα πατέρα!» πέρασε στο ομιχλώδες βασίλειο της τρέλας.