.
«Πρό τής εισόδου τού στενού, τού αποτελούντος μικράν κοιλάδα, εψάλησαν αι συνήθεις τότε εις τόν τουρκικόν στρατόν πρό τής μάχης ευχαί καί ερρίφθησαν ομοβροντίαι καί κανονιοβολισμοί πρός εκφόβισιν τών Ελλήνων. Ο τουρκικός στρατός εβάδισε πρός τό στενόν. Προηγείτο τό πυροβολικόν καί ακολουθούσαν τό πεζικόν καί τό ιππικόν. Ισχυρά δύναμις εφώρμησε κατά πρώτον κατά τών ανιχνευθείσων πρό διημέρου θέσεων τού Κοντοσόπουλου καί τού Καλύβα.
Ο Μπεϋράν πασσάς αντιληφθείς τό ισχυρόν τής θέσεως διηύθυνε κατά τού δεξιού τών Ελλήνων στρατόν εκ τεσσάρων χιλιάδων. Ήρχισε τότε εκεί σφοδρά μάχη, πρός τήν οποίαν έσπευσε καί ο ευρισκόμενος πρός τήν έξοδον τής κοιλάδος Γκούρας. Αλλ’ η ορμή τού πολλού εκείνου τουρκικού στρατού ήτο τόση, ώστε οι εξ αρχής τοποθετημένοι εκεί Έλληνες οπλαρχηγοί υπεχώρησαν πρός τά υψηλότερα τού λόφου καί ο Γκούρας ανήλθε πρός τήν ράχιν τών Βασιλικών. Ο Κοντοσόπουλος είχεν ήδη τραυματισθή πρός τόν γοφόν καί μετεφέρετο από τούς άνδρας του.
Δι’ ολίγην ώραν οι Τούρκοι ανεθάρρησαν, φαντασθέντες ότι διεσκόρπισαν οριστικώς τούς ευρεθέντας πρός αυτών Έλληνας. Αλλ’ ο γοργότατος καί στρατηγικός Γκούρας έσπευσε μέ τούς άλλους οπλαρχηγούς εκ τών πλαγίων πρός τά εμπρός καί κατέλαβε μίαν παλαιάν εκκλησιάν. Εκείθεν ήνοιξε πύρ εναντίον τών προχωρούντων Τούρκων κατά μέτωπον.
Η μάχη ήρχισεν εκ νέου σφόδρα καί πεισματώδης καί από τά δύο μέρη. Μετά μίαν ώραν κατέφθασεν ο Βασίλειος Μπούσγος μέ τόν Μήτρον Τριανταφυλλίναν καί τόν Λάππαν από τήν Λειβαδιάν, μέ πυροβολισμούς εξ αποστάσεως, πού ενεθάρρυναν τούς αμυνόμενους. Κατέφθασε μετ’ ολίγον από τήν Φοντάναν καί ο Παπανδρέας καί εκτύπησε τήν οπισθοφυλακήν τού εχθρού, πού είχε μαζί της αρκετά κανόνια.