
Οι Άγιοι Μέγας Αντώνιος και Παύλος ο Θηβαίος – κοπτική αγιογραφία 14ου αιώνα.
Του Φώτη Κόντογλου
Από τον Λίβανο ας πάμε στην Αίγυπτο.
Σ’ αυτήν τη μυστηριώδη χώρα πήγα προσκαλεσμένος από την Κυβέρνηση, για να εργαστώ στο κόπτικο μουσείο.
Παρεκτός από το αρχαίο μοναστήρι του αγίου Γεωργίου, στο παλιό Κάΐρο βρίσκουνται κι άλλες παλιές εκκλησιές, που τις μελέτησα. Σ’ αυτό με βοηθήσανε ο διευθυντής του κόπτικου μουσείου Μάρκο – πασάς και, προ πάντων, ο γραμματέας Γιασά, άνθρωπος πολύ ευγενικός που είχε τη μανία να μου μιλά στην αρχαία ελληνική γλώσσα: «Βούλομαι ειπείν υμίν, κ Κόντογλε!» Και τα γράμματα που μου έγραφε, σαν γύρισα στην Αθήνα, τα έγραφε στην αρχαία γλώσσα: «Εγώ πάντοτε μέμνημαί σου και ελπίζω επανιδείν σε εν Αιγύπτω, ότι ετίμησες γένος Αθηναίων!». Μου εξηγούσε πολλά κόπτικα χειρόγραφα, που ήτανε γεμάτα από ελληνικές λέξεις. Πήγαμε μαζί και σε κάποια μοναστήρια.
Όσο διάστημα έμεινα σε κείνη τη χώρα, που είναι σκεπασμένη με ένα ιδιαίτερο μυστήριο, βρισκόμουνα σαν σε όνειρο. Εκεί φανερωθήκανε οι πρώτοι κ’ οι πιο σπουδαίοι ασκητάδες, ο Μέγας Αντώνιος, ο Παχώμιος, ο Παύλος ο Θηβαίος, οι δύο Μακάριοι, Μωυσής ο Αιθιόψ κ’ οι αμέτροιτοι αναχωρητές που είναι γραμμένοι στο Λαυσαϊκό. Σωστά είπε εκείνος ο αρχαίος, πως η Αίγυπτος δεν γεννάει εύκολα πνευματικούς ανθρώπους, «εάν δε τίκτει, μέγα τίκτει» – «αλλά όποτε γεννήσει, γεννά μεγάλον άνθρωπο».
Ο Μέγας Αντώνιος ασκήτεψε στην αρχή σ’ ένα μέρος που βρίσκεται ανατολικά του Νείλου. Εκείνον τον καιρό αυτή την τοποθεσία την λέγανε Πισπίρ, τώρα τη λένε Ντεΐρ ελ Μνεμούν. Ύστερα πήγε μέσα στη βαθύτερη έρημο.