Τά χαράματα τής 27ης Μαΐου 1821, ξεκίνησαν ο Καλαφάτης καί ο Παπανικολής μέ τά πυρπολικά τους γιά τό παράτολμο εγχείρημα. Ο ελληνικός στόλος κανονιοβολούσε διαρκώς τό τουρκικό ντελίνι γιά νά καλύψει τούς μπουρλοτιέρηδες.
«Ήταν η ώρα έξι τό πρωΐ, όταν τά μπουρλότα ζύγωσαν τό εχθρικό καράβι. Πρώτος κολλάει στό ντελίνι ο Καλαφάτης. Βάζει φωτιά στό μπουρλότο του καί μέ τούς συντρόφους του ξεμακραίνει μέ τή φελούκα του. Τό μπουρλότο τού Καλαφάτη φουντώνει. Οι Τούρκοι όμως στά σύντομα καταφέρνουν νά τό ξεκολλήσουν καί προκάνουν τό ντελίνι νά μήν αρπάξει φωτιά. Τό μπουρλότο καίγεται παράμερα.
Ο Καλαφάτης μπορεί νά μήν πέτυχε, μά έκανε μεγάλο καλό. Γιατί η φωτιά τού μπουρλότου ξεσήκωσε μεγάλη αναταραχή στό ντελίνι. Βρίσκει τότε τήν περίσταση ο Καραβόγιαννος (Ιωάννης Θεοφιλόπουλος) καί μέ τεχνική μανούβρα τρακάρει καί χώνει τό μπομπρέσσο τού μπουρλότου στήν πλώρη τού βασέλου.
Ψύχραιμα, μά στά γρήγορα, οι ναύτες πετάνε τούς γάντζους καί δένουν κολλητά τό μπουρλότο στό ντελίνι. Ύστερα πηδάνε στή βάρκα τους. Ο Παπανικολής μέ τό μπαρουτοφάγο, βάζει φωτιά στίς μίνες τής μπαρούτης καί πηδάει κι αυτός στή βάρκα πού τόν πρόσμεναν οι συντρόφοι του. Στά γρήγορα λάμνουν τά κουπιά νά ξεμακρύνουν καί νά γλυτώσουν. Φωτιά ξεπετάγεται απ’ τή μπουκαπόρτα τής πλώρης τού βασέλου. Σάν τήν είδανε οι Έλληνες, ξεσπάνε σέ χαρμόσυνα ξεφωνητά.
Στίς επτά άρχισε νά φυσάει στεριανός αέρας. Αυτός ο αέρας δυναμώνει τή φωτιά κι οι φλόγες τριγυρίζουν τό ντελίνι. Φτάνουν καί μέσα στά σωθικά του. Καπνός ξεπετιέται απ’ τίς μπουκαπόρτες τών κανονιών. Οι αξιωματικοί τρέχουν νάμπουν στίς βάρκες νά γλυτώσουν. Ο ρεΐζης Οσμάν Γκέκας κατακρατάει τή βάρκα γιά τήν αφεντιά του. Έρχεται στά λόγια μέ κάποιον αξιωματικό του καί αυτός τόν λαβώνει στό λαιμό.