(Στατός Πάφου 4 Μαΐου 1910 – Φιλοθέη Αττικής 10 Δεκεμβρίου 1987)
Δυστυχώς η πατρίδα μας, η Ελλάδα πολλές φορές μας πληγώνει. Ζούμε σε καιρούς άσχημους, πεζούς και μίζερους και η μιζέρια συνήθως φέρνει διχόνοια και απογοήτευση. Έχουμε μεγάλη ανάγκη να ελπίζουμε και να προσμένουμε το καλύτερο από όπου κι αν προέρχεται. Μέσα σε όλο αυτό το κλίμα, η ιδέα της Μαρίας Κοντού να γράψει ένα βιβλίο για τον παππού της, τον Στέλιο Κυριακίδη, ο οποίος είναι σχεδόν άγνωστος στην νέα γενιά, ακούγεται σαν βάλσαμο.
Ο Στέλιος Κυριακίδης γεννήθηκε το 1910 στην Πάφο της Κύπρου. Από νεαρή ηλικία λάτρευε τον αθλητισμό και συμμετείχε σε Παγκύπριους αγώνες. Το 1934 μετακόμισε στην Αθήνα και εργάστηκε ως εισπράκτορας στην ΔΕΗ. Έλαβε μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου όπου γνώρισε σπουδαίους αθλητές όπως τον Τζέσε Οουένς και τον Τζόνι Κέλι.
Το 1941 παντρεύτηκε την Ιφιγένεια Κατσαρέλου και μαζί της έκανε τρία παιδιά. Το 1943 συνελήφθη από Γερμανούς μαζί με άλλα 49 άτομα ως αντίποινα για τον φόνο ενός Γερμανού στρατιώτη. Οι υπόλοιποι εκτελέστηκαν, αυτός αφέθη ελεύθερος επειδή ο Γερμανός αξιωματικός ήταν μαραθωνοδρόμος και βρήκε στην τσέπη του τα αθλητικά διαπιστευτήριά του.
Λίγο πριν τον πόλεμο, το 1938, είχε συμμετάσχει στον Μαραθώνιο της Βοστόνης. Στην διάρκεια του αγώνα αναγκάστηκε να εγκαταλείψει: τα παπούτσια που του είχαν δωρίσει οι Έλληνες ομογενείς ήταν καινούρια και στενά και του μάτωναν τα πόδια. Το 1946 ο πεισματάρης Στέλιος Κυριακίδης αποφάσισε να τρέξει ξανά στον Μαραθώνιο της Βοστόνης.
Ήταν αδύνατος και υποσιτισμένος λόγω του πολέμου και του εθνικού σπαραγμού που ακολούθησε. Όταν ανακοίνωσε στην γυναίκα του την απόφασή του, αυτή τον είπε τρελό. Η Ελλάδα δεν μπορούσε να του καλύψει τα έξοδά του. Ο Στέλιος πούλησε την ηλεκτρική κουζίνα και το ραδιόφωνο του σπιτιού του για να μπορέσει να πάει. Κατάφερε τελικά και έφτασε στην Βοστόνη όπου δήλωσε: «Ήρθα να τρέξω για επτά εκατομμύρια πεινασμένους Έλληνες.»