Μαρίας Μαντουβάλου
Ἀναπληρώτριας Καθηγήτριας
Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Μακροχρόνια εἶναι ἡ ἐπιμονὴ τῶν ἐρευνητῶν τῆς προϊστορικῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας, ξένων καὶ Ἑλλήνων, εὐτυχῶς στοὺς τελευταίους ὑπάρχουν ἐξαιρέσεις, νὰ ἰσχυρίζoνται τὴν προέλευση ἀπὸ τὴν ἀνύπαρκτη ἰνδοευρωπαϊκὴ καὶ ἄλλες ξένες, ἀνύπαρκτες ἐπίσης, γλῶσσες, ἀκόμη καὶ στὴν ἑλληνιστικὴ περίοδο τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου. Ὁ Ἄγγλος ἑλληνιστὴς π.χ. καθηγητὴς τῆς ἑλληνικῆς φιλολογίας ἀποφαίνεται μὲ βεβαιότητα: «Τὴ δεύτερη χιλιετηρίδα π.Χ. ὁ πρωτοελληνικὸς λαὸς μπῆκε στὴ λεκάνη τοῦ Αἰγαίου, καὶ σιγά σιγὰ ἡ γλῶσσα του ἐξαπλώθηκε ἀνάμεσα στοὺς Πελασγούς, στοὺς Κᾶρες καὶ στοὺς ἄλλους λαοὺς ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ. Ὁ Ἡρόδοτος χαρακτηρίζει τοὺς Ἀθηναίους σὰν ἐξελληνισμένους Πελασγούς, δηλαδὴ τῶν προγόνων τους ἡ γλῶσσα ἦταν τὰ πελασγικά», καὶ ὁ ἴδιος ἱστορεῖ πώς «οἱ Ἕλληνες ἱδρυτὲς τῆς Μιλήτου δὲν ἔφεραν μαζί τους δικές τους γυναῖκες, ἀλλὰ παντρεύτηκαν γυναῖκες τῆς Καρίας. Ἔτσι, ἡ ἀρχαιοελληνικὴ γλῶσσα διαμορφώθηκε σὲ στενὴ ἐπαφὴ μὲ ἄλλες γλῶσσες, ποὺ μᾶς εἶναι ἄγνωστες [ὑπογραμμίζω ἐγώ]. Σ’ αὐτὴν τὴν περίοδο πρέπει [!] νὰ ὀφείλεται ἡ ἁπλοποίηση τοῦ φωνητικοῦ συστήματος τῆς ἰνδοευρωπαϊκῆς κοινῆς [ὑπογραμμίζω ἐγώ], δηλαδὴ τῶν φωνηέντων, τῶν συμφώνων καὶ τοῦ μελωδικοῦ τονισμοῦ» (1) καὶ συνεχίζει: «Στὴν πρωτοελληνικὴ ἐποχὴ τὸ ἰνδοευρωπαϊκὸ ἡμιφωνῆεν διαφοροποιήθηκε […].