της Ελένης Σαράντη, καθηγήτριας Πανεπιστημίου Αθηνών
Κάθε ανάλυση της γένεσης της νεοελληνικής εθνικής συνείδησης συνδέεται άμεσα με την εθνική συνείδηση των Βυζαντινών από την οποία πηγάζει. Οι Βυζαντινοί αποκαλούντο Ρωμαίοι και η χώρα τους Ρωμανία και Ρωμαΐς γη, διότι η αυτοκρατορία τους αποτελούσε συνέχεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ο επίσημος τίτλος του βυζαντινού αυτοκράτορα ήταν αυτοκράτωρ και βασιλεύς των Ρωμαίων. Ο όρος Βυζαντινός δήλωνε αποκλειστικά τον κάτοικο της Κωνσταντινούπολης, όπως μετονομάστηκε η αρχαία ελληνική αποικία Βυζάντιο στη θέση όπου ιδρύθηκε η Βασιλεύουσα. Παράλληλα, οι όροι Έλλην και ελληνικός είχαν προσλάβει θρησκευτική σημασία από τους Πατέρες της Εκκλησίας: Έλληνες ήταν οι ειδωλολάτρες.
Ο Χριστιανισμός ήταν ο κυριότερος από τους τρεις θεμέλιους λίθους του βυζαντινού πολιτισμού, ο δεύτερος ήταν η ρωμαϊκή πολιτική θεωρία και το ρωμαϊκό δίκαιο, και ο τρίτος η ελληνική παιδεία και γλώσσα. Γλώσσα των πεπαιδευμένων ήταν η ελληνική, που από τον 6ο αιώνα καθιερώνεται ως η επίσημη γλώσσα της νομοθεσίας και της διοίκησης, ενώ η λατινική εγκαταλείφθηκε.
Η ελληνική γλώσσα στην παιδεία και στη φιλολογία πρόσφερε τη σύνδεση με τη γραμματεία και τις πολιτιστικές αξίες του αρχαίου κόσμου. Κατά τη διάρκεια της χιλιόχρονης αυτοκρατορίας, οι Βυζαντινοί μελετούσαν και σχολίαζαν τα αρχαία κείμενα, η αυθεντία των οποίων είχε αναγνωριστεί ως πρότυπο μίμησης και πηγή έμπνευσης. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν κείμενα της μέσης και ύστερης βυζαντινής εποχής, στα οποία οι λόγιοι προσδιορίζουν τους συγχρόνους τους ως Έλληνες ως προς το γένος λόγω της ελληνικής παιδείας και γλώσσας τους. Τον 14ο αιώνα ο Θεόδωρος Μετοχίτης μας δίνει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα όταν δηλώνει ότι οι σύγχρονοί του Βυζαντινοί ανήκαν στο ίδιο γένος και είχαν την ίδια γλώσσα με τους Έλληνες. Σύμφωνα με τον Μετοχίτη, η συνείδηση της εθνικής και πολιτισμικής συνέχειας ήταν δυνατή διότι φορέας της ήταν η ίδια γλώσσα.