.
Γράφει ο Μανώλης Πέπονας.
Ο Μάρκος Αυρήλιος γεννήθηκε το 121 στη Ρώμη, όντας γόνος αριστοκρατικής οικογένειας. Από την παιδική του ηλικία μαθήτευσε δίπλα στους σημαντικότερους λογίους της εποχής: τον γεωμέτρη Άνδρων, τους ρήτορες Κάνινο Κέλερ και Ηρώδη Αττικό, καθώς επίσης τους φιλολόγους Αλέξανδρο Κοτυεύ και Μάρκο Κορνήλο Φρόντων. Ο μελλοντικός αυτοκράτορας λάτρεψε τη Στωική Φιλοσοφία, ιδίως δε τις διδαχές του Επικτήτου. Με αυτά τα πνευματικά εφόδια, ο Μάρκος Αυρήλιος ήταν έτοιμος να διαδεχθεί τον θετό του πατέρα, Αντωνίνο Πίο, το 161.
Ήδη από την έναρξη της θητείας του, ο νέος αυτοκράτορας απέδειξε τη σύνεσή του, ζητώντας να μοιραστεί την εξουσία με τον αδελφό του, Λεύκιο Βέρο. Ο τελευταίος έμεινε πιστός στον Μάρκο Αυρήλιο έως τον θάνατό του το 169, έχοντας δευτερεύουσα θέση στα ζητήματα διακυβέρνησης, αλλά πρωτεύοντας στις πολεμικές εκστρατείες.
Ο Μάρκος Αυρήλιος από την πλευρά του, παρέμεινε αρχικά στη Ρώμη για να ανανεώσει το νομοθετικό σύστημα του κράτους του και να ενισχύσει ασθενείς ομάδες όπως οι δούλοι ή οι χήρες. Το κλίμα ματαιοδοξίας και διαφθοράς όμως της πρωτεύουσας ελάχιστα τον συγκινούσε. Προτίμησε λοιπόν να κατευθυνθεί στα πεδία των μαχών, φροντίζοντας για την ασφάλεια των πολιτών του.
Ο κύριος αντίπαλος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν εκείνη την περίοδο οι Πάρθοι. Εναντίον τους κατευθύνθηκε ο Λεύκιος Βέρος, ο οποίος τους νίκησε το 166. Η επιστροφή των Ρωμαίων στρατιωτών συνδυάστηκε με το ξέσπασμα μιας καταστροφική πανδημίας που διήρκεσε για αρκετές δεκαετίες, κοστίζοντας τη ζωή σε εκατομμύρια ανθρώπους συμπεριλαμβανομένων τελικά των δύο αυτοκρατόρων. Παράλληλα με την πανδημία και τους Πάρθους, ο Μάρκος Αυρήλιος είχε να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις των γερμανικών φυλών στη Γαλατία και τον Δούναβη. Έτσι, έως το τέλος της ζωής του (το 180), ο φιλόσοφος-αυτοκράτορας ασχολήθηκε ακριβώς με την απόκρουση των εν λόγω επιδρομών.