.
.
του Παύλου Παπανότη, συνταξιούχου εκπαιδευτικού
Από τα μέσα του 19ου αιώνα οξύνθηκε επικίνδυνα στην Ελλάδα το πρόβλημα της ληστείας. Οι κυβερνήσεις είχαν αναθέσει την καταδίωξη των ληστρικών συμμοριών σε στρατιωτικές δυνάμεις. Όμως η πολιτική που ακολουθούσαν στο ζήτημα αυτό ήταν αναποτελεσματική. Πολλές φορές οι ληστές προστατεύονταν από τοπικούς κομματάρχες, ακόμα και από ανώτατα πολιτικά στελέχη, που τους χρησιμοποιούσαν ως όργανα των επιδιώξεών τους. Άλλοτε πάλι εύρισκαν καταφύγιο σε μεγάλους γαιοκτήμονες.
Το κράτος αντίθετα εφάρμοζε αντιλαϊκά μέτρα για την πάταξη της ληστείας. Στρεφόταν εναντίον των αγροτικών πληθυσμών, τους οποίους εκτόπιζε ομαδικά από τις εστίες τους κατηγορώντας τους ως ληστοτρόφους. Άλλοτε πάλι τους κατηγορούσε για απροθυμία συνεργασίας με τις διωκτικές αρχές. Τέλος σε πολλές περιπτώσεις έδειχνε ενδοτισμό παραχωρώντας αμνηστία σε λήσταρχους, προκειμένου να αναστείλουν τη δράση τους. Αυτές οι πρακτικές εφαρμόστηκαν ως τα τέλη της δεκαετίας του 1860. Τότε ένα τραγικό γεγονός ανάγκασε τους πολιτικούς να ασχοληθούν σοβαρά με το πρόβλημα της ληστείας.
Το Μάρτιο του 1870 έφθασε στην Αθήνα ο λόρδος Μονκάστλερ με τη σύζυγό του, για να επισκεφτούν διάφορους ιστορικούς τόπους. Ο πρεσβευτής της Μεγάλης Βρετανίας Έρκιν, γνωρίζοντας ότι στην Αττική δρούσαν ληστρικές συμμορίες, ζήτησε πληροφορίες από την ελληνική κυβέρνηση για το αν θα ήταν ασφαλής η μετάβαση των Άγγλων περιηγητών στο Μαραθώνα. Ο τότε πρωθυπουργός Θρασύβουλος Ζαΐμης διαβεβαίωσε την αγγλική πρεσβεία ότι επικρατούσε πλήρης ασφάλεια και διέταξε τέσσερις έφιππους χωροφύλακες να συνοδεύσουν τους Άγγλους ευγενείς.