άρθρο του Λάμπρου Σκόντζου
θεολόγου – καθηγητού
.
Η αγία εορτή της Πεντηκοστής είναι ένας ξεχωριστός σταθμός στον εορτολογικό κύκλο του ενιαυτού για την Εκκλησία μας. Αυτή μαζί με το Πάσχα αποτελούν τις αρχαιότερες εορτές, οι οποίες ανάγονται ως τους αποστολικούς χρόνους. Η μεγάλη αυτή εορτή προβάλλει ως ανακεφαλαίωση του λυτρωτικού επί γης έργου του Σωτήρος μας Χριστού και ως νέα δυναμική αφετηρία της υλοποιήσεως και ολοκληρώσεως του θείου σχεδίου για τη σωτηρία του ανθρωπίνου γένους και ολοκλήρου της δημιουργίας.
Η εορτή της Πεντηκοστής συστήθηκε από την Εκκλησία μας, μαζί με πολλές άλλες εορτές, υπό την επίδραση αντίστοιχης εορτής του Ιουδαϊσμού, φυσικά με εντελώς άλλο νόημα και περιεχόμενο, όπως τονίζει ο άγιος Αυγουστίνος (Epist.55). Οι Εβραίοι πράγματι εόρταζαν τη δική τους Πεντηκοστή, η οποία απείχε πενήντα ημέρες από την εορτή του νομικού Πάσχα. Ονομάζονταν «Εορτή των Εβδομάδων» (Εξ.34,22 και Δευτ.16,10) και ποιούνταν κατ’ αυτήν η μνεία της χορηγήσεως του Νόμου στον Μωυσή, πενήντα ημέρες από τον εορτασμό του πρώτου Πάσχα στην έρημο του Σινά (Εξ.19,1). Διαρκούσε μία ημέρα και προσφέρονταν οι απαρχές της νέας συγκομιδής των καρπών της γης, τα «πρωτογεννήματα» στο ναό της Ιερουσαλήμ, ως ευχαριστία στο χορηγό των αγαθών Θεό.
Με την εορτή της νομικής αυτής εορτής συνέπεσε το μεγάλο γεγονός της καθόδου του Παναγίου Πνεύματος στο υπερώο της Ιερουσαλήμ, πενήντα ημέρες μετά την λαμπροφόρο Ανάσταση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Όπως μας εξιστορεί με ακρίβεια ο θεόπνευστος συγγραφέας των «Πράξεων των Αποστόλων», ευαγγελιστής Λουκάς, «εν τω συμπληρούσθαι την ημέραν της πεντηκοστής ήσαν άπαντες (οι απόστολοι) ομοθυμαδόν επί τω αυτό. Και άφνω εκ του ουρανού ήχος ώσπερ φερομένης πνοής βιαίας, και επλήρωσεν όλον τον οίκον ου ήσαν καθήμενοι και ώφθησαν αυτοίς διαμεριζόμεναι γλώσσαι ωσεί πυρός, εκάθισέ τε εφ’ ένα έκαστον αυτών, και επλήσθησαν άπαντες Πεύματος Αγίου, και ήρξατο λαλείν ετέραις γλώσσαις καθώς το Πνεύμα εδίδου αυτοίς αποφθέγγεσθαι» (Πράξ.2,1-4).
Το μέγα και θαυμαστό γεγονός της καθόδου του Παναγίου Πνεύματος είναι μια από τις σπάνιες θεοφάνιες της ιστορίας. Ο Θεός Παράκλητος, υπό ορατή μορφή «γλωσσών ωσεί πυρός», κατήλθε στη γη, για να αποτελειώσει το έργο της σωτηρίας μας, ως συνεχιστής του απολυτρωτικού έργου του Χριστού. Δε θα μπορούσε άλλωστε να μην είναι θαυμαστή η χαρμόσυνη κάθοδός Του. Έπρεπε οι άγιοι απόστολοι να νοιώσουν αυτή την πρωτόγνωρη εμπειρία, προκειμένου ολόκληρη η ψυχοσωματική τους υπόσταση να πλημμυρίσει από την θεία ενέργεια, ώστε να μην μείνει σ΄ αυτούς η παραμικρή αμφιβολία ότι η αποστολή τους ήταν θεόσταλτη. Να αποβάλλουν από μέσα τους όλους εκείνους τους ενδοιασμούς που είχαν ως τότε, σχετικά με το θείο πρόσωπο και το έργο του Σωτήρα Χριστού και να απαγκιστρωθούν πλήρως από τις κοντόφθαλμες μικροεθνικιστικές ιουδαϊκές αντιλήψεις περί του Μεσσία. Μόνο με αυτή την οντολογική τους βάπτιση με την ενέργεια και τα χαρίσματα του Παναγίου Πνεύματος θα μπορούσαν να αναλάβουν τον ευαγγελισμό της ανθρωπότητας.