.
Από το βιβλίο: «Στα δοξασμένα χρόνια», των: Κώστα Δ. Παπαδημητρίου, Γιάννη Σμυρνιωτάκη. Αθήνα, Νοέμβριος 1985
«Όσο ημπόρεσα, γράφει στα απομνημονεύματα του ο Κολοκοτρώνης, έκαμα το χρέος μου εις την πατρίδα μου και εγώ και όλη η φαμελιά μου. Είδα την πατρίδα μου ελεύθερη, είδα εκείνο όπου ποθούσα και εγώ και ο πατέρας μου και ο πάππος μου και όλη η γενεά μου, καθώς και όλοι οι Έλληνες. Αποφάσισα να πάω εις ένα περιβόλι, οπού είχα έξω απ’ τ’ Ανάπλι. Επήγα, εκάθισα και απερνούσα τον καιρόν μου καλλιεργώντας, και ευχαριστούμην να βλέπω να προοδεύουν τα μικρά φυτά όπου εφύτευα».
Εκεί, σ’ ένα σπιτοκάλυβο, τα μεσάνυχτα, έξι με εφτά Σεπτέμβρη του 1833, του χτύπησαν δυνατά την πόρτα. Ο Γέρος ανασηκώθηκε στο στρώμα.
— Ποιος είναι; ρώτησε.
— Εγώ! Ο μοίραρχος Κλεώπας.
— Και τι ζητάς; ξαναρώτησε.
— Έχω διαταγή να κάνω έρευνα. Εδώ μέσα κρύβονται οπλοφόροι και βρίσκονται άρματα. Ο Γέρος πήγε ν’ ανοίξει την πόρτα, γελώντας φωναχτά.
— Κοπιάστε, είπε στο μοίραρχο και στους σαράντα χωροφύλακες που τον συνόδευαν. Και ξαναξάπλωσε στο στρωσίδι του. Όρμησε μέσα ο μοίραρχος κι ένα τσούρμο χωροφύλακες. Μα δε βρήκαν ούτε οπλοφόρους, ούτε άρματα, εξόν απ’ τ’ άρματα του Γέρου.
— Σήκω και ντύσου! προστάζει το Γέρο ο Κλεώπας.
— Γιατί; τον ρώτησε.
— Γιατί κατά διαταγή της Αντιβασιλείας είσαι υπό κράτηση.