.
«Ο Κωνσταντίνος Κανάρης, ο πολύκροτος ούτος καί κοσμοπεριβόητος θάλασσιος ήρως, εγεννήθη μέν εις τά Ψαρά, ανετράφη δέ, καθώς καί όλοι οι λοιποί συντοπίται του, ανατροφήν, ήτις έμελλε νά τόν αποκαταστήση έμπειρον καί θαρραλέον ναυτικόν.
Πρώϊμα ήδη ήρχισε νά τρέχη τό τραχύ τούτο καί επίπονον στάδιον, καί κατά τά συχνά του επί τής Μεσογείου θαλάσσης ταξείδια επεσκέφθη πολλάκις καί τήν Μαρσίλιαν καί άλλα πολλά παραθαλάσσια τής Ευρώπης μέρη.
Απλούς, πένης καί άσημος έζη ειρηνικώς ως ραγιάς, πότε μέν εις τάς αγκάλας τής επίσης αδόξου καί ενδεούς οικογενείας του, πότε δέ επί τού πλοίου του, χωρίς όμως νά εμφαίνηται ξεχωριστόν τι επάνω του, τό οποίον ηδύνατο νά προμαρτυρήση εν αυτώ τόν εκλεκτόν ήρωα τής Χίου καί τής Τενέδου.
Όλοι εγνώριζον τήν γαλήνιον καί πράον καρδίαν του, τό ήσυχον καί ειρηνικόν τών φρονημάτων του, διά τά οποία απέφευγε κάθε ταραχήν, καί διά τά οποία δέν ηρέσκετο ουδ’ εις τόν τραχύν καί πολυτάραχον βίον τών συντρόφων του ναυτών.
Ότε απ’ Άρκτου μέχρι Μεσημβρίας καί απ’ Ανατολών μέχρι Δυσμών διεκηρύχθη η Ανάστασις τού Ελληνικού Έθνους, διεφημίσθη η ύψωσις τού Σταυρού καί η κατάπτωσις τού ημισεληνίου, ότε ήλθε τό πλήρωμα τού χρόνου, τότε καί ο Κανάρης δέν βλέπει πλέον γυναίκα, δέν λυπείται τέκνα, δέν γνωρίζει ησυχίαν, η καρδία του βράζει, η χείρ του κινείται, οι οφθαλμοί του σπινθηροβολούν καί αυτός ρίπτεται εις τό πλοίον του, τρέχει νά συναγωνισθή τόν λαμπρόν τούτον αγώνα.
Kαί ούτω η πολυπαθής ημών Πατρίς τό δεύτερον ήδη έτος τού ενδόξου αλλά καί πολυκινδύνου τούτου κατά τών τυράννων της αγώνος έμελλε νά ίδη έν από τά λαμπρότατα καί κάλλιστα μέλη της κατασπαραττόμενον από τούς απανθρώπους τυράννους της.