
Ο αρχιστράτηγος Αναστάσιος Παπούλας δεν είχε υποστεί εκπαίδευση επιτελούς, ούτε καν είχε φοιτήσει σε παραγωγική σχολή
αναδημοσίευση από τα Θέματα Ελληνικής Ιστορίας
άρθρο του Κωνσταντίνου Βλάσση
.
To ελληνικό κράτος ουδέποτε ασχολήθηκε σοβαρά με την εκπόνηση συνεπούς αμυντικής πολιτικής. Ο στρατός του 19ου αιώνα ήταν ένας καχεκτικός και με πτωχή εκπαίδευση οργανισμός. Καθώς η πολεμική τέχνη με τη βοήθεια της τεχνολογίας εξελισσόταν σε περισσότερο επιστημονική βάση, η διοίκηση ενός στρατεύματος κατέστη πολύπλοκη, απαιτώντας τη μελέτη πλήθους παραμέτρων και τεχνικών ζητημάτων που έπρεπε να λυθούν. Προέκυψε συνεπώς για τις ανώτερες διοικήσεις η ανάγκη ειδικά καταρτισμένων στελεχών με ανώτερη εκπαίδευση σε θέματα τακτικής, οργάνωσης και διοίκησης. Ο Ελληνικός Στρατός επέδειξε και σε αυτόν τον τομέα μεγάλη καθυστέρηση.
Στη Γερμανία, από το 1801, ήδη, είχε ιδρυθεί στο Βερολίνο Ακαδημία Πολέμου (Kriegsakademie), όπου οι μελλοντικοί επιτελείς φοιτούσαν επί 3 έτη, ενώ μόλις το 1876 συνεστήθη στο Παρίσι Ανωτέρα Σχολή Πολέμου (Εcole Superieure de Guerre) 2ετούς κύκλου σπουδών. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία έσπευσε από το 1845 να ιδρύσει Πολεμική Σχολή Γενικού Επιτελείου (Erkαn-ι Harbiye Mektebi) με 3ετές πρόγραμμα σπουδών, ενώ εξακολούθησε την εκπαίδευση επιτελών σε Γαλλία, Γερμανία.
Χαρακτηριστικά, το 1902 ο οθωμανικός στρατός διέθετε περίπου 550 αξιωματικούς αποφοίτους επιτελικών σχολών, σε σύγκριση με τους τέσσερις της Ελλάδας!
Ο πρώτος Ελληνας που είχε την ευκαιρία πλήρους επιτελικής μόρφωσης, ήταν ο ανθυπολοχαγός Πυροβολικού Νικόλαος Τρικούπης το 1893, όταν εισήχθη στην Εcole Supérieure de Guerre, αφού προηγουμένως επί 4ετία είχε εκπαιδευθεί σε γαλλικές μονάδες και σχολές. Η περίπτωση του συγκεκριμένου ήταν μοναδική, καθώς μόλις είχε αποφοιτήσει από το Στρατιωτικό Σχολείο Ευελπίδων και η ιδιαίτερη εύνοια της υπηρεσίας οφειλόταν στο γεγονός ότι ήταν ανιψιός του πρωθυπουργού Χαριλάου Τρικούπη.