Posted by Μέλια στο 15 Απριλίου, 2013

Φωτογραφία από:favim.com
Ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά
που έχουν σκεπή το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα.
Δεν έχουμε ποτάμια δεν έχουμε πηγάδια δεν έχουμε πηγές,
μονάχα λίγες στέρνες, άδειες κι αυτές, που ηχούν και που
τις προσκυνούμε.
Ήχος στεκάμενος κούφιος, ίδιος με τη μοναξιά μας
ίδιος με την αγάπη μας, ίδιος με τα σώματά μας.
Μας φαίνεται παράξενο που κάποτε μπορέσαμε να χτίσουμε
τα σπίτια τα καλύβια και τις στάνες μας.
Κι οι γάμοι μας, τα δροσερά στεφάνια και τα δάχτυλα,
γίνουνται αινίγματα ανεξήγητα για την ψυχή μας.
Πώς γεννηθήκαν πώς δυναμώσανε τα παιδιά μας;
Ο τόπος μας είναι κλειστός. Τον κλείνουν
οι δυο μαύρες Συμπληγάδες. Στα λιμάνια
την Κυριακή σαν κατεβούμε ν’ ανασάνουμε
βλέπουμε να φωτίζουνται στο ηλιόγερμα
σπασμένα ξύλα από ταξίδια που δεν τέλειωσαν
σώματα που δεν ξέρουν πια πώς ν’ αγαπήσουν.
(Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ, Μυθιστόρημα, Ι΄)
Κάθε φορά που κάποιοι πάνε να μας πατήσουν στον λαιμό, δεν ξέρω γιατί, αλλά επιστρέφω στους ποιητές μας. Ανασηκώνω τα σκονισμένα βιβλία και διαβάζω ξανά τους ποιητές μας. Επιστρέφω στον Σεφέρη –σχεδόν πάντα στο πιο πάνω ποίημα– και απ’ εκεί προχωρώ στον Μόντη, στις ελιές και τις τερατσιές του. Και μετά, αφού περάσω από το «Πνευματικό εμβατήριο» του Σικελιανού και το «Άξιον Εστί» του Ελύτη, καταλήγω στον Βασίλη Μιχαηλίδη.
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »
Posted in Αναδημοσιεύσεις, ΜΕΛΙΑ, Ποίηση | Με ετικέτα: Βασίλης Μιχαηλίδης, Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ, Διονύσιος Σολωμός, ΕΝΩΣΙΣ, Κυπριανός | 5 Σχόλια »