Για πολλούς αιώνες και υπό την καταθλιπτική κυριαρχία των Οθωμανών Τούρκων, το εθνικό συναίσθημα των Βουλγάρων επιβίωνε, όσο αυτό συνέβαινε, σε λανθάνουσα μορφή, που υστερούσε σε σχέση με την αφύπνιση των άλλων υπόδουλων βαλκανικών λαών. Στις εξαθλιωμένες αγροτικές μάζες του παλαιοβουλγαρικού χώρου είχαν αλλοιωθεί οι ιστορικές μνήμες και διατηρούντο θολές οι αυτοκρατορικές μορφές και το μεγαλείο ενός παρελθόντος που φάνταζε εξαιρετικά μακρινό, δίχως όλα αυτά να συγκροτούν ένα στέρεο υπόβαθρο εθνικής αυτογνωσίας.
Στη ρευστότητα αυτή συνέβαλλε η ανυπαρξία κάποιου είδους βουλγαρικής ελίτ ή άρχουσας τάξης. Την ίδια περίοδο ο ελληνισμός επεξέτεινε την ακτινοβολία του, πνευματική και οικονομική, σε ολόκληρο τον βαλκανικό χώρο, προπορευόμενος (μέσω των Φαναριωτών, εμπόρων, λογίων κλπ.) σε όλους τους τομείς.
Το πλέον πρόωρο δείγμα αφύπνισης της βουλγαρικής εθνικής συνείδησης, μάλλον απλοϊκό κατά τη σύλληψη, ήταν ένα σύγγραμμα το οποίο δημοσίευσε το 1762 ο Βούλγαρος μοναχός Παΐσιος, υπό τον τίτλο «Ιστορία Σλαβοβουλγαρική περί των βουλγαρικών λαών, βασιλέων και αγίων». Ο Παΐσιος μόνασε επί μακρόν στο Άγιο Όρος, συγκεκριμένα στη μονή Χιλανδαρίου. Στην εισαγωγή της σλαβοβουλγαρικής ιστορίας του διευκρίνιζε ότι σκοπός του ήταν, «… βλέποντας πολλούς από τους Βουλγάρους να πράπουν και να πορεύονται κατά τα ξένα έθνη… να σπεύσουν να γνωρίσουν για το έθνος και την γλώσσα τους».