.
«Μας πήραν [οι Γερμανοί] ένα σωρό γυναίκες και παιδιά και μας σαλαγούσαν σαν κοπάδι κατά τον απάνω μαχαλά. Φτάκαμαν στο σπίτι του Χολέβα. Μας έμπασαν όλους μέσα στο κελάρι και βάρεσαν με το πολυβόλο μέσα στο σωρό. Εμένα μια σφαίρα τρύπησε τη σακούλα με τις παράδες και βρήκε το παιδί μου τον Αλέξη στο κεφάλι. Του τίναξε τα μυαλά που μου γέμισαν το πρόσωπο και τα στήθεια. Ήμουν πνιγμένη στα αίματα.
Οι Γερμανοί ψηλά αναποδογύριζαν το σπίτι. Είχαν βάλει φωτιά στη σκεπή. Τώρα οι φλόγες κατέβαιναν στο κελάρι. Μια μεγάλη γλώσσα κατέβαινε και έγλυφε το κεφάλι του παιδιού μου. Άκουσα που τσίριζαν οι σάρκες του που καίγονταν και έρχονταν στη μύτη μου η κνίσσα τους. Ο αέρας είχε γεμίσει από τη μυρουδιά της σάρκας του παιδιού μου, η ανάσα μου πιάστηκε, πετάχτηκα στην πόρτα. Η κνίσσα από τις σάρκες του μου γιόμισε τη μύτη, μου φάνηκε πως κατάπινα κομματάκια από το παιδί μου. Δε βάσταξα, πήρα τον ανήφορο. Η μυρουδιά με κυνηγούσε. Σταμάτησα εκεί που δεν μ’έφτανε ο καπνός. Δεν έβλεπα, δεν άκουγα σε λίγο τίποτα… Μονάχα μύριζα… Μύριζα και ήθελα να κρατήσω την ανάσα μου να μη μυρίζω. Μα δεν μπόρεγα».
Η ανωτέρω μαρτυρία ανήκει στην Ελένη Χολέβα, από τους λιγοστούς επιζώντες της σφαγής των Λιγκιάδων από τα γερμανικά ναζιστικά στρατεύματα στις 3 Οκτωβρίου 1943. Επρόκειτο για ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα πολέμου των Γερμανών στην Ήπειρο και γενικότερα στην ελληνική επικράτεια.