.
Ιωάννης Ελ. Σιδηράς Θεολόγος – Εκκλησιαστικός Ιστορικός – Νομικός
Είναι 27 Αυγούστου του 1922, με το παλαιό ημερολόγιο. Το πρωί εκείνου του Σαββάτου, ενός άλλου «Μεγάλου Σαββάτου», όλος ο λαός, κάθε ηλικίας άνθρωποι, απεγνωσμένα και ικετευτικά, έχουν συγκεντρωθεί, όπως όλες τις τελευταίες ημέρες και νύκτες, στην Μεγάλη Εκκλησία και στον αυλόγυρο της Αγίας Φωτεινής, στο ιερώτατο αυτό σύμβολο της Σμύρνης, όπου ο αληθής ποιμένας και Επίσκοπος, ως άλλος «Άγγελος της εν Σμύρνη Εκκλησίας», Άγιος Χρυσόστομος τελεσιουργεί την τελευταία Θεία Λειτουργία ή μάλλον την «εξόδιο ακολουθία εν τη Θεία Ευχαριστία» του ιδίου και του πολυπαθούς και περιπόθητου ποιμνίου του, το οποίο δακρυσμένο και συντετριμμένο μετέχει του μυστηρίου του «αίματος και του σώματος» Ιησού Χριστού έχοντας κυριολεκτικώς καρφωμένο το εν απογνώσει βλέμμα του στον μάρτυρα και μεγαλομάρτυρα ποιμένα του.
Η περιώνυμος Εκκλησία της Αγίας Φωτεινής πριν από την άλωση της Σμύρνης, της μαρτυρικής αυτής Μητροπόλεως του Μικρασιατικού Ελληνισμού, κατ’ εκείνες τις «Μεγάλες Ώρες» εγκολπώνει ως άλλη Αγιά Σοφιά πριν από την άλωση της του Κωνσταντίνου Πόλεως, στην τελευταία Θεία Λειτουργία και μυσταγωγία, τους στεναγμούς του ευσεβούς και μαρτυρικού Γένους, του Ιωνικού Ελληνισμού, όπου ο «Άγγελος και Αρχιθύτης Ιεράρχης της των Σμυρναίων Εκκλησίας» ίσταται και προΐσταται κατά την υπερουράνια εκείνη μυσταγωγία, μιμούμενος Χριστού το μαρτύριον, ως ο εκουσίως προσφερόμενος και θυσιαζόμενος «άξιος και θεοπρόβλητος και λαοπρόβλητος ποιμήν» υπέρ του πολυφίλητου και περιποθήτου λαού του, του χριστεπωνύμου ποιμνίου του.
Από το περίβλεπτο, περικαλλές και περιώνυμο κωδωνοστάσιο (1792) της Αγίας Φωτεινής (1857) κατ’ εκείνες τις «Μεγάλες Ώρες» αντηχεί ακατάπαυστα ο πένθιμος ήχος της «Μεγάλης Παρασκευής» του ελληνισμού της Ιωνίας καθώς πλημμυρίζει τα ουράνια με την βαρύτιμη και πολύτιμη καμπάνα του, όπως είχε ζητήσει ο Άγιος Χρυσόστομος: «Να μην πάψει ούτε στιγμή ο επιτάφιος θρήνος, όπως τότε με την Πόλη του Κωνσταντίνου, τη Βασιλεύουσα!».